Ο μεγάλος ποιητής Φρίντριχ Χέλντερλιν και η Σμύρνη
Της ΣΙΤΣΑΣ ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗ -ΜΠΑΧΜΑΝ
Δρς του Πανεπιστημίου του Μονάχου. Μέλους του Συνδέσμου
Ελλήνων Λογοτεχνών
Λίγοι από τούς ‘Έλληνες λογοτέχνες μας γνωρίζουν το
μεγάλο και βαθύ έργο του ποιητή
Χέλντερλιν. Και ακόμα πιο λίγο ξέρουν ότι ο ποιητής αυτός ήταν σε κάθε ίνα του
φιλέλλην ενθουσιασμένος από το ελληνικό ιδανικό και ποτισμένος ως τα βάθη της
ψυχής του με τη φιλοσοφία του Πλάτωνος. Για εκείνους που δεν βυθίστηκαν στη
μεγάλη άνθηση της γερμανικής λογοτεχνίας του περασμένου αιώνα ισχύει ο Γκαίτε
και ο Σίλλερ, ίσως και από τους ρομαντικούς ο Ούλαντ, ο Μέρικε, ο Αιχενντόρφ.
Μα ο Χέλντερλιν στέκει πλάι στους δυο κολοσσούς της γερμανικής λογοτεχνίας τον
Γκαίτε και τον Σίλλερ και λέγεται σήμερα ο ποιητής της νεότητος. Μέσα σε όλα
του τα έργα, Εμπεδοκλής, Υπερίων και Διοτίμα μέσα στα πιο πολλά του ποιήματα
βρίσκει κανείς τη θεία φωτιά του έρωτα για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Με τη
φαντασία του γυρνά όλο τον ελληνικό χώρο και χωρίς ποτέ του να ταξιδέψει στην
Ελλάδα- όπως ο Σίλλερ- δίνει θαυμάσιες περιγραφές του ελληνικού τοπίου. Όπως
στην Αίγινα στο έργο του <<Διοτίμα>>. Περιγράφει το χώρο του
μικρασιατικού ελληνισμού με μια καθαρότητα και ακρίβεια σαν να βαδίζει στο μονοπάτι του Ταύρου ή στους
δρόμους της Σμύρνης. Χώρο του μεγάλου και καθαρού ελληνισμού θεωρεί πρό πάντων
τη Μικρασία. Αργότερα όταν του έφερε το μήνυμα του αγέρα της ελληνικής
εξεγέρσεως φλογίζεται ο νεαρός Χέλντερλιν από την επιθυμία να βοηθήσει και
αυτός με οποιανδήποτε τρόπο τον Ελληνικό άνθρωπο να γίνει ελεύθερος και να
γυρίσει πάλι στις ρίζες του μεγάλου του πολιτισμού, που πρέπει να γίνει ο
πολιτισμός του ανθρώπου πάνω σε όλο τον κόσμο.
Στις 7 Ιουνίου έγιναν 120 χρόνια, που ο μεγάλος αυτός
ποιητής πέθανε στη μικρή γραφική πόλη Τύπιγκεν. Πέθανε σωματικά, γιατί το
πνεύμα του είχε σκοτεινιάσει και πεθάνει πριν από τέσσερες δεκαετίες. Το
ποιητικό έργο του το δημιούργησε νεαρός, σχεδόν έφηβος και σαν νεαρός έχει
μείνει στη μνήμη του γερμανικού λαού.
Στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο συνέβη να βρεθούν στο γυλιό
εχθρικών στρατιωτών τα έργα του ποιητού αυτού της νεότητος. Από τότε πέρασε ο
ποιητής αυτός τα σύνορα της πατρίδας του και έγινε πανευρωπαίος και παγκόσμιος.
Στη φλογερή νεότητα, στον ώριμο άνδρα, στο διανοούμενο πρεσβύτη μιλά υποβλητικά
ο ποιητικός του λόγος πάντα με την ίδια δύναμη και φλόγα. Ο λόγος του νουθετεί
δυναμικά για τον αγώνα για την πατρίδα, για την Ευρώπη για τον κόσμο ολόκληρο.
Σε αυτή την πάνω από κινδύνους και φόβο θανάτου δυνατή αγάπη προς τον αιώνια
έφηβο που έχει πιά γίνει σύμβολο, μαρτυρά η ζωή του και η φλόγα που καίει μέσα
του για την Ελλάδα. Γιατί κανένας από τους άλλους γερμανούς ποιητάς δεν
εξέφρασε με τόση δύναμη και με τόσο πάθος και με τόση λαχτάρα για τον αρχαίο
ελληνικό πολιτισμό, τον γεμάτο φως και διαύγεια, τον απαράμιλλον ανθρωπισμό του
και τις ωραίες υψηλόφρονες μορφές των Θεών του όπως ο Χέλντερλιν. Έτσι
παρουσιάζεται ο Χέλντερλιν σαν ένας από τους πιο μεγάλους φιλέλληνες και πλέκει
εγκώμια και επαίνους ακατάλυτης αξίας για μια χώρα, που δεν είδε ποτέ με τα
μάτια του, αλλά πολύ βαθιά γνώρισε με τη διαίσθηση της ψυχής του. Μάλιστα
σήμερα σε αυτήν την εποχή που μας ρημάξανε οι πόλεμοι και ο άνθρωπος τολμά να
πλανιέται στους ουρανούς, πρέπει όχι μονάχα η πατρίδα του, αλλά ολόκληρη η
Ευρώπη και όλος ο κόσμος να θυμάται τη μορφή του ποιητού αυτού και το έργο του.
Γιατί, όπως όλοι οι μεγάλοι ποιηταί ανέκαθεν, ήταν και αυτός ένας προφήτης. Και
ότι διαισθάνθηκε και ανήγγειλε, ενδιαφέρει αυτή την εποχή, που πρόκειται για
την ανανέωση της Ευρώπης και του κόσμου με όλα τα απίθανα του ανθρώπου
επιτεύγματα όλη την Ευρώπη και όλη την ανθρωπότητα.
Στη ζωή του Χέλντερλιν, όπως και σε κάθε Μεγάλου ζωή, οι
πέντε δυνάμεις, που ο Γκαίτε ονομάζει τις 5 αρχέγονες ορφικές με τα αρχαία ελληνικά
των ονόματα: Δαίμων, τύχη, έρως, ανάγκη και ελπίς.
Δαίμων: το δεδομένον σε κάθε άνθρωπο μέσον του αίματος και
των προγόνων, ως τον τύπον που φέρει από την γέννηση του σαν νόμο της ζωής του,
που δεν μπορεί να διαφύγει και που τείνει προς εκπλήρωσιν.
Τύχη: οι καταστάσεις της ζωής του, που ανάμεσα τους
βρίσκεται ξαφνικά και μέσα σε αυτές μεγαλώνει.
Έρως: η ιερή δύναμη της αγάπης, που σπρώχνει το εγώ σε
σύνδεση με το συγγενικό εσύ
Ανάγκη: η σιδηρά αναγκαιότητα που αναγκάζει τα μεγάλα
πνεύματα το δρόμο της ζωής τους σε χαρά και σε πόνο να συμπληρώσουν, όπως από
την αρχή ήτανε γραμμένο στα αστέρια.
Ελπίς: η χωρίς όρια λαχτάρα, που φέρνει το μεγάλο πνεύμα έξω
από το σωματικό και από τη ζωή την υποταγμένη στην τύχη, το ελευθερώνει και το
καθιστά αιώνιο εν πνεύματι.
Ο Χέλντερλιν βαστά από τη ράτσα των Σβάμπων, που είναι η πιο
πλούσια προικισμένη με ποιητικό ταλέντο από όλο το γερμανικό λαό. Γεννήθηκε το
1770 στο Λάουφεν στον ποταμό Νέκαρ. Μια
τρυφερή ευαίσθητη μα και φλογερή ψυχή μέσα σε ένα σώμα απολλώνιας ομορφιάς. Σε
μια νεανική του φωτογραφία βλέπει κανείς κάτω από το ευγενικό μέτωπο που
παίζουν πάνω του χρυσά μαλλιά δυο καθαρά μεγάλα μάτια θερμά να κοιτάνε.
Αναθρεμμένος στο αυστηρά χριστιανικό ευαγγελικό του σπίτι γίνεται και ο ίδιος
βαθιά ευσεβικός. Πολύ νωρίς έκλεινε προς τη θεολογία. Φοιτά στα ξακουστά τότε
της πατρίδας του θεολογικά ινστιτούτα. Εκεί τον συνδέει στενή και ειλικρινείς
φιλία με άλλους που είχανε τα ίδια όνειρα νεαρούς και ιδιαίτερα με τον Σλέγκελ
και τον Χέγκελ, που έγιναν αργότερα μεγάλοι σοφοί.
Στις νεανικές του συνομιλίες παρ΄όλο που αργότερα οι δύο του
μεγάλοι φίλοι έγιναν περιώνυμοι φιλόσοφοι, ο Χέλντερλιν έδινε μάλλον παρά
έπαιρνε από εκείνους. Σε λίγο σπάζει τα εσωτερικά δεσμά και πηδά πάνω από τα
όρια της θεολογίας. Στο μεγάλο αγώνα των πνευμάτων, που τότε στη στροφή της
εποχής της Διαφωτίσεως και του κλασικό- ρομαντισμού, ο νέος αυτός αγέρας φυσά
και στη Γερμανία. Μέσα στον αγώνα αυτό βρίσκεται και ο Χέλντερλιν. Το ποιητικό
του ταλέντο ανοίγει τα φτερά του. Με ύμνους γεμάτους πάθος για τα ιδεώδη της
ανθρωπότητος αμιλλάται με τον συμπατριώτη του Σίλλερ, που τρέφει για αυτόν
μεγάλη αγάπη και εκτίμηση. Όμως ο εσωτερικός ψυχικός του κόσμος τείνει προς
κάτι τέλεια δικό του, όπως του έχει προδιαγράψει ο δικός του δαίμων κατά τον
Γκαίτε. Τότε του αποκαλύπτονται η φύσις και οι Έλληνες. Στη φύση, που τον
αγκάλιαζε τρυφερά στα παιδικά του χρόνια μέσα στο θαυμάσιο και ήσυχο εξοχικό
περιβάλλον της πατρίδας του νιώθει όπως ο Ηράκλειτος την ενότητα Θεού και
Σύμπαντος. Ο πνευματικά μόνο πάνω στον εαυτό του στηριζόμενος έφηβος αισθάνεται
σύγχρονα με πόνο ότι είχε χάσει τη σύνδεση με το Σύμπαν που ένιωθε μακάρια σαν
ήτανε παιδί. Όμως από τα λόγια του Πλάτωνος με τους μαθητάς του κερδίζει την
πίστη, ότι μέσα στην ομορφιά της φύσης και της μεγάλης τέχνης κρύβεται το θεϊκό
και ότι ο άνθρωπος σε ωραίες στιγμές μπορεί πάλι να κερδίσει αυτή την ενότητα
που έχει χάσει. Τούς Θεούς ως τα πνεύματα της αιώνια ωραίας φύσεως να βιώσει
και να το αναγγείλει στους ανθρώπους με το ποιητικό του έργο θέτει ως επαγγελία
της ζωής του. Έτσι έγιναν οι ωδές του. Σε ελληνικά μέτρα, με μια γλώσσα που
εκφράζει το γεμάτο πάθος και αγάπη αίσθημά του, στολισμένη με υποβλητικές
εικόνες ξεχύνουν μελωδική αρμονία. Η μορφή των ωδών του είναι ευγενικά
εορταστική. Αλλά η πίστη του στην ιερότητα και την ομορφιά του κόσμου έρχεται σε
μια βαθιά πληγώνουσα αντίθεση προς την ανθρώπινη πραγματικότητα, που τον
περιβάλλει. Έτσι στρέφει το βλέμμα του με ελεγειακή λαχτάρα προς την Ελλάδα ως
την πατρίδα ενός από θεϊκή φύση πληρωμένου και για αυτό μετέχοντος της θεότητος
ανθρώπου. Αναπτύσσεται στερνά από διάφορες βαθμίδες το ρομάντζο <<Ο
Υπερίων ή ο ερημίτης στην Ελλάδα>>. Στη μορφή και στη μοίρα του ήρωός του
του Έλληνα έφηβου στην εποχή των πρώτων προσπαθειών της ελληνικής
απελευθερώσεως από τον τουρκικό ζυγό εκφράζεται όλη η χαρά και ο πόνος και η
τάση της δικής του ψυχικής απελευθερώσεως, τραγουδεί στο πεζό λόγο ότι ωραίο
και υψηλό και μελωδικό έχει να παρουσιάσει η γερμανική λογοτεχνία. Εδώ
εκφράζεται η συμφωνία της ψυχής του
ποιητού Χέλντερλιν σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια. Το ελληνικό τοπίο με μια γεμάτη
φλόγα ιδωμένο και ζωγραφισμένο είναι το φόντο του ψυχικού συμβάντος ακόμα και
σύμβολο. Σε αυτή τη θεϊκή φύση λαμβάνει μέρος μόνον ο ήρως ο φίλος του Μέντωρ
και η αγαπημένη του ήρωα η Διοτίμα. Όταν ο φίλος του φεύγει για πάντα και τη
Διοτίμα αρπάζει από πλάι του ο θάνατος, βλέπει ο Υπερίων ότι απέτυχε στον αγώνα
για την ελευθερία, απελπισμένος για τον κόσμο του ανθρώπου της εποχής του
αποτραβιέται στη μοναξιά με την πρόθεση να αφιερωθεί στο θεϊκό Σύμπαν, στη φύση
που μέσα της ένιωθε το Θεό.
Η μορφή της Διοτίμας τόσο εξαγνισμένη με την αγάπη του
Υπερίωνος βασίζεται πάνω σε μια τραγική πραγματικότητα. Γιατί ο έρωτας αγνός
και βαθύς ξέσκισε την εφηβική του καρδιά. Το θαύμα της αντάμωσης του εγώ με το
ψυχικά συγγενικό εσύ έγινε. Η γεμάτη ομορφιά και πάθος και αγνότητα Σουζέτα Γκόνταρτ,
η νεαρή μητέρα των δυο αγοριών που δίδασκε ο ποιητής για να κερδίζει το ψωμί
του ένοιωσε επίσης αυτήν την αγάπη του ποιητή με όλη της τη δύναμη και την
αγνότητα ψυχής. Τραγική η μοίρα αυτής της αγάπης, που πλήγωσε βαθιά και
αγιάτρευτα τον ποιητή. Εκείνη έμεινε στη Φρανκφούρτη και εκείνος τράβηξε στις
όχθες του Νέκαρ για να πλύνει τις πληγές του. Από εκεί ξεπήδησε η μορφή της
εξαγνισμένης και υπεργήινης Διοτίμας. Μα ο ποιητής δεν κατέφυγε στην ερημιά σαν
τον Υπερίωνα του. Τώρα μάλιστα κάτω από το σφυροκόπημα του πόνου γίνεται άνδρας
και θεωρεί τη μοίρα του σταλμένη από τον Θεό.
Με ακόμα πληγωμένα τα φτερά παίρνει το πέταγμα για την πιο
υψηλή κορυφή του ποιητικού του δρόμου. <<Πατριωτική>> ονόμασε την
ποίηση της εποχής εκείνης. Ήθελε να μιλήσει στην ψυχή του λαού του. Γιατί είχε
την πεποίθηση ότι ήτανε αναγκαία μια ανανέωση του ανθρώπου και μάλιστα πήρα ως
παράδειγμα και πρότυπο τον αρχαίο ελληνικό άνθρωπο στην πιο καλή του μορφή στην
συμμετοχή του και στην τάση του προς το θεϊκό. Αυτή η προσπάθεια μόνο ήτανε
άξια να κάνει τον ποιητή.
Στο δράμα του <<Εμπεδοκλής>>, του οποίου ο ήρωας
είναι εκείνος ο μυθολογικός αρχαίος Έλληνας σοφός υψώνεται από τη βαθμίδα του
Υπερίωνος με την ελεγειακή του απάρνηση, στη γιορτή της ελεύθερης πράξεως, της
θυσίας στην οποία ο ήρωας στη λαχτάρα της αγάπης να γίνει ένα με τη φύση πηδά
μέσα στις φλόγες της Αίτνας για να κάνει το λαό του με αυτή τη συγκινητική του
θυσία να δει και να νοιώσει τη στροφή των καιρών.
Με μεγάλο πάθος έχει ο Χέλντερλιν τη θυσία για την πατρίδα
τραγουδήσει όπως στο <<Θάνατος για την πατρίδα>>. Βέβαια δε
παρουσιάστηκε μια ευκαιρία να πεθάνει για την πατρίδα στα πεδία των μαχών, όμως
αληθινά όλη η ζωή του ήτανε μια θυσία για την πατρίδα. Εξακολουθεί να ανεβαίνει
σκαλί σκαλί προς την πλέον ώριμή του ποίηση που είναι οι ελεγείες και οι
μεγάλοι ύμνοι που συχνά τόσο ορφικά σκοτεινοί είναι, σαν του Μπετόβεν τα
τελευταία κουαρτέτα, αλλά μόλα ταύτα στο βάθος των κρύβεται ένα φως και μια
πεποίθηση για την εκπλήρωση της θρησκευτικό- πατριωτικής αποστολής, που έχει
βαθιά νοιώσει. Και η αποστολή αυτή ήτανε στο λαό του και σε ολόκληρη την
ανθρωπότητα της Δύσεως να προετοιμάσει ένα νέο κόσμο πίστεως, συγγενικό με την
ύπαρξη του αρχαίου ελληνισμού και του χριστιανισμού και έτσι να αναγγείλει την
αναγέννηση του δυτικού πολιτισμού.
Η πνευματική του θέληση δημιουργίας ήτανε πιο δυνατή από τη
λεπτή του τρυφερή φύση. Αυτός όμως βάδιζε τον ηρωικά χαραγμένο μοιραίο δρόμο
της ανάγκης ως το τέλος. Ως την καταστροφή του πνευματικού του κόσμου, ενώ το
σώμα έζησε σαράντα χρόνια ακόμα μετά το θάνατο του πνεύματος. Μα οι φίλοι και
οι οπαδοί του λένε ότι πέθανε νέος, μόλις στα τριάντα του χρόνια.
Οι σπασμένες χορδές του βιολιού που έκοψαν απότομα το
μελωδικό τραγούδι σε κάποιες φωτεινές στιγμές αφήνουν κάποτε συγκινητικούς
τόνους να ακουστούν. Φουσκώνει κάποτε η μελαγχολία και μια μάταιη ελπίδα που
προσπαθεί να ελευθερώσει το πνεύμα από τη φυλακή του κορμιού, που κρατεί
δέσμιο.
<<Αυτό που είμαστε εδώ μπορεί εκεί ένας Θεός να
συμπληρώσει με αρμονίες, με αιώνια αμοιβή και γαλήνη>>.
Η πνευματική κληρονομιά του Χέλντερλιν περιμένει την
εκπλήρωσή της και ίσως σήμερα, εκατό είκοσι σχεδόν χρόνια μετά το θάνατό του,
μέσα στους τόσους αγώνες και αγωνίες και μέσα στα εκπληκτικά του ανθρώπου
επιτεύγματα, πλησιάζει η Ευρώπη και γενικά ο άνθρωπος προς την εκπλήρωση της εισόδου
του προς το προφητικό εκείνο του μεγάλου ποιητή και προφήτη πολιτισμό, που θα
στηρίζεται πάνω στα αρχαία ελληνικά βάθρα και πάνω στις μεταφυσικές καταβολές
του χριστιανισμού.
Αυτός λοιπόν ο μεγάλος ποιητής, που ταξίδευε με τη φαντασία,
που πλανιότανε με το στοχασμό στις χώρες του ελληνισμού της χαριτωμένης
Μικρασίας και που αγάπησε με την καρδιά του το τοπίο της γράφει:
<<Πήγαινε, γυιόκα μου, μου είπε ο πατέρας μου, πρώτα
στη Σμύρνη, μάθε εκεί τις τέχνες των θαλασσινών και τις τέχνες του πολέμου.
Μελέτησε ακόμα τη γλώσσα των μορφωμένων λαών, μελέτησε τις νομοθεσίες και τις
γνώμες τους, μελέτησε τα ήθη και τα έθιμά τους, εξέτασε όλα αυτά και διάλεξε το
καλύτερο. Έπειτα θα δούμε παρακάτω. Και η καλή μου μητέρα πρόσθεσε με τη γλυκιά
της φωνή: Και μάθε να ασκείσαι στην υπομονή παντού και πάντοτε. Και εγώ άκουσα
τις συμβουλές αυτές με πολλή συγκίνηση. Έχει μεγάλη γοητεία το πρώτο ξεκίνημα
της νεότητος από το πατρικό σπίτι και προκαλεί τόσα καρδιοχτύπια. Αυτό το
ξεκίνημα μοιάζει σαν το πρώτο πέταγμα του νεοσσού από τη φωλιά του. Και εμένα
μου φάνηκε σαν μια δεύτερη γέννηση, όταν αποχαιρέτησα τους γονείς μου και έφυγα
για πρώτη φορά από την Τίνα. Σαν να ανάτειλε ένας νέος ήλιος απάνωθέ μου και απολάμβανα για πρώτη φορά τη στεριά
και τη θάλασσα και για πρώτη φορά ανάσανα το ευεργετικό αγέρι. Έφθασα στη
Σμύρνη. Η ζωντάνια και η δράση της πόλεως αυτής έκανε την καρδιά μου να χτυπά
πιο γρήγορα. Έτσι και εγώ τάχυνα το βήμα μου και φρόντιζα με ταχύτητα
αλαφιασμένος τη μόρφωσή μου. Σε ώρες αναπαύσεως για να είναι ο νους μου πάντα
ξύπνιος και κοντά στους μεγάλους, θυμάμαι από κείνον τον καιρό κάθισα κάτω από
τα φουντωμένα δέντρα του ποταμού Μέλη, εκεί που γεννήθηκε ο Όμηρος μου, μάζευα
λουλούδια και τα έριχνα στο ρέμα του άγιου ποταμού για θυσία. Κατόπιν έμπαινα
στη κοντινή σπηλιά με συντροφιά τα φλογερά μου όνειρα. Εκεί λένε πως ο μεγάλος
γέρο – Τραγουδιστής, έψαλλε την Ιλιάδα του. Εκεί τον έβρισκα. Κάθε φωνή
βουβαίνονταν στη παρουσία του. Άνοιξα το θεϊκό του ποίημα και ήταν σαν να μην
το είχα γνωρίσει ποτέ. Τόσο τέλεια ζωντανός είχε γίνει μέσα μου.
Πολλές φορές περιδιάβαζα στα προάστια της Σμύρνης. Τι
απόλαυση…Θά θελα να είχα φτερά για να μπορώ να επισκέπτομαι μια φορά το χρόνο
τουλάχιστο αυτή τη θεσπέσια χώρα της Μικρασίας.
Από τον κάμπο των Σάρδεων ήρθα ανάμεσα από τους βράχους του
Τμώλου. Έφτασα στην κορυφή του. Έμοιαζα με τούς Θεούς μου φαινότανε. Έπειτα
πέρασα τη νύχτα στα πόδια του βουνού σε ένα φιλικό καλύβι κάτω από μυρτιές και
τις λιγωτικές ευωδιές των θάμνων του λαβδάνου, που έπαιζαν πλάι μου στο χρυσό
ρέμα του Πακτωλού μαζί με τούς κύκνους. Μέσα από τις φουντωτές φτελιές πρόβαλε σαν όνειρο και σαν πνεύμα
ένας αρχαίος ναός της Κυβέλης, λουσμένος στο ασημένιο του φεγγαριού φως. Πέντε
κίονες υψώνονταν με γοητεία προς τον ουρανό, μέσα από τα χαλάσματα. Σαν να
έστηναν ένα μοιρολόι. Μια βασιλική πύλη έγκειτο μπροστά στα πόδια τους
γκρεμισμένη. Μέσα από χίλιους ανθισμένους θάμνους τραβούσε το μονοπάτι και
καθώς περνούσα την απότομη πλαγιά μου έστελναν τους λευκούς των ανθούς σαν νιφάδες
άσπιλου χιονιού πάνω στο κεφάλι μου. Ξεκίνησα πολύ πρωί και το μεσημέρι ήμουνα
στην κορυφή. Στάθηκα ευτυχισμένος εκεί
επάνω και έβλεπα πίσω προς τον κάμπο. Ο αγέρας μου ανέμιζε τα μαλλιά και
τα φτερά της ψυχής μου άνοιξαν διάπλατα. Εκεί απάνω μοιάζει κανείς με Θεό Ήμουνα κοντά στον ουρανό . Τι μακάριες ώρες…
Σαν θάλασσα έγκειτο μπροστά μου η χώρα ανθισμένη, νεανική,
γεμάτη από ζωντανή χαρά. Ήτανε ένα ουράνιο, ατελείωτο παιχνίδι χρωμάτων με το
οποίο η άνοιξη χαιρετούσε την καρδιά μου. Όπως ο ήλιος στον ουρανό με τις
χίλιες του αλλαγές του φωτός, που η γη του επιστρέφει, έτσι αναγνώρισε και το
πνεύμα μου τον εαυτό του στην πληθώρα της ζωής, που το γέμιζε από όλες τις
πλευρές. Αριστερά τρέχει, αλαλάζει και βουίζει ο ποταμός σαν γίγας μέσα στα
δάση πηδώντας πάνω από μαρμάρινους βράχους που κρέμονται πάνω από το κεφάλι μου
και που ο αετός παίζει με τα μικρά του αετόπουλα. Εκεί οι χιονισμένες κορυφές
μοιάζουν σαν διαμάντια λαμπερά, στο γαλάζιο του ουρανού. Στα δεξιά μου κυλούσαν
βαριά σύννεφα πάνω από τα δάση του Σιπύλου. Δεν ένοιωθα την καταιγίδα παρά έναν
αγέρα, που μου ανακάτευε τα σγουρά μου μαλλιά. Ένοιωθα τη φουρτούνα σαν μια
υποψία του μέλλοντος. Ο κεραυνός ήτανε μακριά, μα μια υπόκωφη βροντή σαν να
ανάγγειλε το πλησίασμα μιας θεότητος. Στράφηκα προς τα νότια και προχώρησα.
Μπροστά μου κείτονταν με άπειρη γοητεία ξαπλωμένη όλη εκείνη η παραδεισένια
χώρα, που διαρρέει ο Κάυστρος (ποταμός) σε καλλιτεχνικούς μαιάνδρους. Λες και
δεν θέλει να αφήσει γρήγορα τον παράδεισο αυτόν που τον περνά με ελιγμούς και
χίλια σκέρτσα. Μακάριο πλανιόταν το πνεύμα μου από ομορφιά σε ομορφιά. Άφηνε το
μικρό χωριουδάκι στα πλάγια και χώνονταν βαθιά στα παράλια της οροσειράς, για
να πετάξει έπειτα μακριά εκεί που η Μεσόγειος θαμπά σελαγίζει (λάμψη
ακτινοβολία).
Έφθασα πίσω στην Σμύρνη σαν μεθυσμένος από συμπόσιο πλούσιο.
Η καρδιά μου πλημμυρισμένη από ομορφιές, που έμειναν για πάντα μέσα της
αθάνατες. Αποκόμισα σαν λεία μέσα μου την απαράμιλλη ωραιότητας της φύσεως
εκείνης όχι για να γεμίσω τα χάσμα της ανθρώπινης ζωής. Η δική μου Σμύρνη
στέκονταν μέσα μου σαν νύφη βασιλικά ντυμένη.
Τα γεμάτα θόρυβο κέντρα της με τραβούσαν. Η παραξενιά των
εθίμων της με ευχαριστούσε. Έπαιζα μαζί τους σαν μικρό παιδί με ένα παιχνίδι.
Και επειδή ήτανε η καρδιά μου γεμάτη από τον πλούτο της γύρω φύσης συνήθισα της
συνήθειες της όπως συνήθισα να φορώ κάθε βράδυ το νυχτικό μου.
Ότι όμως μου ήτανε σαν μυρωδάτο άρτυμα μέσα στην κούπα της
καθημερινότητας ήτανε τα συμπαθητικά πρόσωπα, που η καλή φύση σαν αστέρια μες
στο σκοτάδι μας στέλνει. Πόση χαρά ένοιωθα. Με πόση πίστη δεν προσπαθούσα πάντα
να εξηγήσω αυτό το ιερογλυφικό, που λέγεται πρόσωπο του ανθρώπου. Και εύρισκα
κάποτε φιλικά σημάδια επάνω του. Μου συνέβαινε, όπως με τα καβάκια τη άνοιξη. Άκουσα να λένε για το χυμό των
δέντρων αυτών. Και σκέφτηκα πολλά και θαυμάσια σχετικά με αυτό. Τι εξαιρετικό
ποτό πρέπει να δίνει το κορμί των λυγερών αυτών δέντρων. Μέσα όμως στα πολλά
πρόσωπα δεν υπήρχε δύναμη και πνεύμα. Και έμεινε αγιάτρευτη η καρδιά μου από
αυτό που έβλεπα και άκουγα. Μου φαίνονταν κάποτε σε κάποιες περιπτώσεις ότι
παρέλυσε η ανθρώπινη καρδιά και έχασε την ποικιλία του το ζωικό βασίλειο.
Πνιγόμουνα σαν λάχαινε να βρεθώ ανάμεσα σε λογίους, όπως ονόμαζαν τον εαυτό
τους. Όπως παντού και εδώ ήτανε οι άνδρες αυτοί, που είχανε ξεκόψει από τον
λόγο τους ακατάστατοι στην σκέψη και οκνηροί στη δράση.
Ορισμένα ζώα ουρλιάζουν όταν ακούνε μουσική. Αυτοί εδώ που
γελούσαν σαν ερχότανε ο λόγος πάνω στην ομορφιά του πνεύματος, και στην αρετή
της καρδιάς. Οι λύκοι φεύγουν όταν ανάβει φωτιά. Όταν αυτοί έβλεπα μια σπίθα
λογικής γύριζαν την πλάτη και έφευγαν σαν κλέφτες. Όταν κάποτε μιλούσα για την
Αρχαία Ελλάδα χασμουριότανε και είχανε την γνώμη ότι μπορεί κανείς πολύ καλά να
ζει και στα τωρινά. Δεν έχει χαθεί και σήμερα το καλό γούστο πρόσθεσε ένας
άλλος με σημαντικό ύφος. Το γούστο αυτό γινότανε φανερό. Ο ένας έλεγε αστεία
σαν βαρκάρης, ο άλλος φούσκωνε τα μαγουλά του και αράδιαζε αποφθέγματα. Και
ένας τρίτος όταν άκουγε για ελευθερία και απελευθέρωση είχε τη γνώμη ότι κάλιο
είναι τα πουλιά στο χέρι παρά πάνω στη στέγη. Εκείνοι, που αγαπούσα και που
έκανα παρέα ήταν οι αφηγητές. Μου διηγούνταν για παλιά μεγαλεία, λαμπρές
πολιτείες με παράξενα ονόματα, για παλικάρια πάνω σε λευκά άλογα που πολεμούσα
για τη λευτεριά, για μεγάλα και αψηλά καμπαναριά. Ήτανε σαν ομιλούντα
πανοράματα που έβλεπε κανείς εκεί μέσα ότι ποθούσε η καρδιά του.
Τελικά κουράστηκα να ξοδεύω τον εαυτό μου και να ζητώ ρόγες
σταφυλιού μέσα στην έρημο, η λουλούδια πάνω στο χιονισμένο λιβάδι. Ζούσα τέλεια
μόνος μου και το τρυφερό της νιότης μου πνεύμα εξαφανίστηκε.
Η έλλειψη ιερότητας στον αιώνα μας μου έχει γίνει φανερή από
αυτά που διηγούμαι και από εκείνα, που δεν ιστορίζω. Η γλυκιά παρηγοριά στην
ψυχή μου να βρω τον κόσμο μου και να αγκαλιάσω το ανθρώπινο γένος είχε προς το
παρόν ξεφτίσει. Και όμως…Αγαπητέ μου φίλε τι θα ήτανε η ζωή χωρίς ελπίδα; Μια
σπίθα που πηδά από το κάρβουνο και σβήνει ή όπως ακούει κανείς σε μια σκοτεινή
εποχή μια ριπή ανέμου να σφυρίζει για μια στιγμή και έπειτα να εκπνέει, έτσι θα
συνέβαινε και με τη ζωή μας. Το χελιδόνι ζητά μια φιλική χώρα το χειμώνα. Πετά
στη ζέστα της μέρας και τα μάτια του ζητούν την πηγή. Ποιος λέει ότι η μητέρα
δεν θα του δώσει το στήθος της; Και κοίταξε πως το ζητά.
Δεν ζει τίποτε, όταν δεν ελπίζει. Η καρδιά μου έκλεισε τώρα
τους θησαυρούς της αλλά για να τους οικονομήσει μόνο για ένα καλλίτερο καιρό,
για το μοναδικό, το ιερό, το πιστό, που κάποτε θα συναντήσει τη διψασμένη μου
ψυχή. Σαν ένα κρίνο, που λικνίζεται στο σιωπηρό άνεμο, έτσι λικνίζεται στα
στοιχεία της, στα θελκτικά όνειρά της η ύπαρξή μου.
<<Το ξέρω. Θα έρθει ο καιρός της εκπλήρωσής
των>>. Έτσι έγραφε ο ελληνολάτρης εκείνος ποιητής, όπως ο λόρδος Μπάιρον
βλέποντας τους Έλληνες να αδρανούν και να μην ξεσηκώνονται ακόμα να πάρουν τη
λευτεριά τους με το σπαθί τους.
Πίστευε ακράδαντα ότι έπρεπε να γίνει η ανανέωση του
ανθρώπου, δια της Αρχαίας Ελλάδος και του Χριστιανισμού, πρώτα του Έλληνα,
έπειτα του Ευρωπαίου και τέλος του ανθρώπου όλου του κόσμου. Οι ποιητές αυτοί
που δεν ήταν ούτε Άγγλοι, ούτε Γερμανοί, αλλά παγκόσμια πνεύματα όπως και οι
όμοιοί τους έδωσαν να καταλάβει η Ευρώπη ότι η ελευθερία του ελληνικού
πνεύματος δεν ήτανε μόνο ζήτημα του Έλληνα και της Ελλάδος, αλλά ζήτημα όλου
του κόσμου.
ΣΙΤΣΑ ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗ -ΜΠΑΧΜΑΝ
Εθνικός Σύνδεσμος Σαρωνικού