Πέμπτη 13 Ιουνίου 2024

Στρατιώτης


LUCIO HERRANZ DEL NOGAL

Επιλοχίας εις την Ισπανικήν Κυανήν Μεραρχία     



Ποιος θα μπορούσε μέσα εις την άνετον ζωήν του σπιτιού του να αισθανθεί, έστω και για μια μόνο στιγμή, την συμβολική αξία της απλής στρατιωτικής λέξεως <<στρατιώτης>>; Ποιος θα ήδύνατο να περιγράψει τον στρατιώτην, αν ό ίδιος δεν έχει νοιώσει επι του πεδίου της μάχης τον πατριωτικόν ενθουσιασμόν, έτοιμος πάντα να τον μεταμορφώσει σε έργα;

 Ίσως πολλοί να είναι εις θέσιν να συλλάβουν με την φαντασία των κάτι από το λεπτό περιεχόμενον της λέξεως αυτής. Άλλοι βλέπουν εις την εμφάνιση του στρατιώτου την περισσότερον ή λιγότερων ελκυστικήν στολήν  που χρειάζεται εις τας μεγάλας παρελάσεις. Οι λίγοι όμως γνωρίζουν τι σημαίνει εις την δοξασμένη και πλήρη ταλαιπωριών πραγματικότητά το τι είναι στρατιώτης.

Αυτοί οι λίγοι είναι οι πολεμισταί του μετώπου, όταν επιστρέφουν εις την μυστηριώδη ειρήνη της οικογενειακής των εστίας, δια την οποία πολέμησαν. Βυθισμένοι εις την σιωπή θα επαναφέρουν εις την μνήμη των πολύ συχνά εις την μετέπειτα ζωήν των τας ώρας που επέρασαν μέσα εις το ψύχος των χαρακωμάτων, μαχόμενοι δια την σωτηρίαν της πατρίδος.

Το να είσαι στρατιώτης σημαίνει: Δεν τρως, όταν πεινάς, δεν πίνεις, όταν διψάς, αναλαμβάνεις, τα βάρη του συνάδελφου την στιγμήν όπου εσύ ο ίδιος είσαι κατάκοπος.

Όταν η θύελλα μαίνεται με ανοικτίρμονα σκληρότητα, όταν η αμείλικτος βροχή διαπερνά την στολή ως το κόκαλο, όταν το χιόνι υψώνεται βουνά και καθιστά την πορεία αδύνατον, όταν το θερμόμετρο κατέρχεται εις τους 40 ή 50 βαθμούς υπό το μηδέν, όταν ανθρώπινα πλάσματα στέκονται ακάλυπτα μέσα στον άνεμο και την κακοκαιρία φανατισμένα από μια και μόνη ιδέα, την υπεράσπισίν της πατρίδος – αυτό σημαίνει να είσαι στρατιώτης.

Στρατιώται είναι εκείνοι που με κάθυγρα ενδύματα ζητούν να κρυφθούν μέσα στα χαρακώματα που είναι πλημμυρισμένα από την βροχήν και εκείνοι που από τα παγωμένα μέλη των αισθάνονται να ανεβαίνει σιγά σιγά ο πυρετός που σημαίνει δια αυτούς τον ασφαλή θάνατον. 

Οι σπασμωδικοί πόνοι δεν είναι λόγος που επιτρέπει εις τον στρατιώτη να εγκαταλείψει την θέσιν του, εφόσον διαρκεί η μαρτυρική ώρα της βάρδιας. Ξέρει πολύ καλά ότι δεν μπορεί να κουνηθεί από την θέση του όταν επιτίθεται ο εχθρός γιατί τα πόδια του είναι παγωμένα. Αλλά συγχρόνως δεν λησμονεί ότι το δεξί του χέρι κρατεί έτοιμη την χειροβομβίδα και ότι η φωνή του μπορεί ακόμα να φωνάξει την λέξη <<συναγερμός>>. Ίσως να πεινά, ίσως να μην έχει λάβει ειδήσεις από τους δικούς του. Εν τούτοις μένει στην θέσιν του, περιμένοντας τον εχθρόν. Έχει πάντοτε συνείδησιν της τιμημένης του αποστολής , επιτίθεται με γενναιότητα κατά των ισχυροτέρων εχθρικών οχυρών, χρησιμοποιεί την ξιφολόγχην του προτού προφτάσει ο εχθρός να κάμει το ίδιο…Αι ριπαί των πολυβόλων σαρώνουν το πεδίον του θανάτου. Τα τηλεβόλα ουρλιάζουν, γεμίζουν τον αέρα με συριγμούς που ακούγονται σαν μια πονεμένη συμφωνία που κρύβει μέσα της χιλιάδες διαψευσμένες ελπίδες. Τα ατσαλένια πουλιά κελαηδούν προς τιμήν του θανάτου, ορμούν με μανία στην καταπληγωμένη γη, την ανασκάπτουν εγείροντας σωρούς από πέτρες, άμμο, θειάφι, ξεσκισμένα ανθρώπινα κορμιά, αίμα, μυαλά…

Σκιές φαντασμάτων περνούν εκεί μακριά σαν θεοί του πολεμικού αγώνος. Τα σώματά των, κολλημένα στο έδαφος, μοιάζουν με ακρωτηριασμένα αγάλματα. Κι ωστόσο εδώ πάλει κάποια καρδιά, εκεί αισθάνεται κάποια ψυχή, παραπέρα στοχάζεται κάποιο μυαλό. Τα ξυλιασμένα χέρια κρατούν το τουφέκι. Οι σιλουέτες μόλις διακρίνονται μέσα στον ορυμαγδό της μάχης. Οι καπνοί της πυρίτιδος, η σκόνη, οι πέτρες που ξεπηδούν αδιάκοπα από τη γη, κάνουν τον αέρα ανυπόφορο. Αυτός όμως, ο στρατιώτης, τα υποφέρει όλα και περιμένει την διαταγήν της επιθέσεως. Και να την, έρχεται! Το πνεύμα του, οι μυς, η καρδιά, σαν ελατήρια από ατσάλι, τον παρασύρουν κατά του στόχου. Και τότε πιά ούτε οι οβίδες που ξεσπούν γύρω του, ούτε ο υποχθόνιος γδούπος που ακούγεται καθώς πηδά επάνω από τα νεκρά κορμιά των σκοτωμένων συντρόφων του, τίποτε πια δεν μπορεί να παραλύσει την ορμητικότητα του. Αντιθέτως μάλιστα, ο συνάδελφος που τον είδε να πέφτει νεκρός στο συρματόπλεγμα τον κεντρίζει, το θάρρος του φθάνει στο κορύφωμά του. Αυτός δεν είναι πια άνθρωπος, είναι ένα στοιχειό διψασμένο για αίμα, που ξεσπάζει σαν καταστρεπτική θύελλα και αφανίζει με τη λόγχη τη ζωή του αντιπάλου. Αυτός ο στρατιώτης, βλέπει μπροστά του μονάχα την προσβεβλημένη του πατρίδα, τους δικούς του και το σπίτι του που απειλούνται, το σπίτι όπου αντίκρυσε το φως της ημέρας.

Ο στρατιώτης συνεχίζει το δρόμο του. Υψηλά βουνά, χειμάρρους, σκονισμένους δρόμους και λασπωμένα μονοπάτια, όλα τα υπερνικά με άπειρους κόπους. Ο γυλιός, το όπλο, οι φυσιγγιοθήκες, ολόκληρη η πολεμική εξάρτυσις σκάβει σιγά σιγά το κορμί του. Αρχίζει να κουράζεται, η δίψα του σκίζει τα ξεραμένα χείλη, η πείνα τον αδυνατίζει. Το ηθικόν του; Υπέροχον! Μέσα σε όλες αυτές τις ταλαιπωρίες τραγουδά! Τραγουδά για να λησμονήσει τους πόνους του, τραγουδά για να ενθαρρύνει τους αδύνατους, τραγουδά γιατί ο χαρακτήρ του έχει χαλκευθεί μέσα εις την νέαν αυτή γενιά που έθεσε ως υπέρτατον σκοπόν της να σώσει τον πολιτισμόν.

Ο στρατιώτης έχει και ένα μέσον κατά της κοπώσεως. Είναι η υπερηφάνεια που αισθάνεται ως προπορευόμενος φρουρός της πατρίδος του, όταν στην θέσιν του ακροάται και ανιχνεύει. Φρουρός των συντρόφων του που κοιμούνται, των γονέων του, του αδελφού του, της μνηστής του, όλων εκείνων που τον περιμένουν με λαχτάρα και που ίσως την ίδια στιγμή κάτω από τον ίδιο έναστρο ουρανό, υψώνουν ικετευτικά τα χέρια τους προς τον Ύψιστον, με την παράκλησίν να αποτρέψει από αυτόν κάθε κίνδυνον.

Όταν θα έλθει η ειρήνη και ο πολεμιστής, μαυρισμένος και ηλιοκαμένος από τον καύσωνα της άξενου στέπας, θα αναπνεύσει και πάλι τον αέρα της αγαπημένης του πατρικής γης και ο σκοπός του θα έχει πραγματοποιηθεί, το ατσαλένιο του στήθος θα είναι στολισμένο με τα τιμητικά δείγματα της ανδρείας του και οι ουλές των τραυμάτων του θα είναι οι σιωπηλοί μάρτυρες της τιμής και της νίκης. 

 

 Εθνικός Σύνδεσμος Σαρωνικού



Τρίτη 14 Μαΐου 2024

Savitri Devi- Και ο χρόνος κυλά...



Ένα σπάνιο ποίημα της Σαβίτρι  Ντεβί από το 1953 που έγραψε στην Αθήνα

Νομίζω  ήτανε το 1953, ναι το 1953 που επέστρεψα στη Γερμανία. Έμεινα για λίγο στην Ελλάδα και ήταν τα γενέθλια μιας Συναγωνίστριας από εκείνες που βάπτισαν ως <<εγκληματίες πολέμου>>, η Hertha Ehlert. Θα ζει στο Αμβούργο τώρα εάν είναι ακόμα ζωντανή. Είναι στην ηλικία μου, έξι μήνες μεγαλύτερη. Γεννήθηκε στις 26 Μαρτίου 1905. Ήταν 26 Μαρτίου και ήμουν στην Αθήνα. Ήμουν ελεύθερη. Εκείνη η δυστυχισμένη ήταν ακόμα στις φυλακές του Werl. Αποφυλακίστηκε λίγα χρόνια μετά. Καθόμουν σε ένα Αθηναϊκό ζαχαροπλαστείο την ώρα που θυμήθηκα την Hertha. Tην Θυμήθηκα. Και έτσι έγραψα αυτό το ποίημα.  


Και ο χρόνος κυλά...

Κάθε κενή μέρα αργά χάνεται

τόσο αδιατάρακτη όσο και οι προηγούμενες,

μέσα στα νέφη μιας άγνωστης Ιστορίας,

μας φέρνει μαζί με επίμονο τρόπο

πιο κοντά στης εκδίκησης την πεθυμιά

πιο κοντά στην Πτώση κείνων που τους αντιστεκόμαστε,

πιο κοντά στο αλάνθαστο τέλος αυτής της τρομερής νυκτιάς

πιο κοντά- ακόμη- καλά κρυμμένο Σκοπό για τον οποίο Αγωνιζόμαστε,

το Ένα Αθάνατο όνειρο για το οποίο ζούμε

ενώ ποτέ δεν ξεχνούμε, ποτέ δεν συγχωρούμε...


Και ο χρόνος κυλά...

Και κάθε θλιβερή ώρα που διαβαίνει την Αιωνιότητα,

με λαμπρότητα φανερώνει την ένταση της δικής μας αξίωσης

και στον κόσμο μιλά για την παραφροσύνη της εχθρικής τους νίκης

καθώς φέρνουμε στο διαμελισμό του Έθνος

Νέα Δύναμη και νέα ευημερία, νέες ελπίδες ενότητας

με την αυξάνουσα βεβαιότητα της Επιστροφής μας στην Δύναμη

και μαζί οι διώκτες μας φοβούνται την αναπόφευκτη εκμηδένιση.

Και έτσι εμείς πορευόμαστε ακαταμάχητοι προς το υψηλό μας τέλος

Κατά μήκος του δρόμου του Αίματος και των δακρύων. 

Δεν έχει σημασία πόσα προσφέραμε.

Δεν έχει σημασία πόσα ακόμα πρέπει να δώσουμε

Για να δούμε εκείνους που μας μίσησαν να γκρεμίζονται στον Άδη

Αφού θα βασανίζονται κάτω από το μαστίγιο μας για χρόνια και αιώνες,

Γιατί ποτέ δεν ξεχνούμε, ποτέ δεν συγχωρούμε... 


Και ο χρόνος κυλά...

Και κάθε εφήμερες στιγμές μας απομακρύνουν

από τον μακρύ εφιάλτη της ήττας.

Μας φέρνουν πιο κοντά στην Δόξα μιάς Αυγής

Πιο κοντά στην ώρα πού θα αρχίσουμε ξανά 

Πιο κοντά στο ξημέρωμα της αιώνιας Κυριαρχίας

Όταν θαυμαστοί άνθρωποι θα επαναλάβουν με ενθουσιασμό

τις απαγορευμένες λέξεις της Πίστης και Περηφάνειας.

Και τότε, που σε αμέτρητους αγώνες ετών

τα έθνη της δύσης αρνηθούν να σταθούν στο πλευρό μας

και να πολεμήσουν τον κοινό εχθρό για να ζήσουν,

Θα περπατήσουμε στα ερείπιά τους επάνω,

Γιατί ποτέ δεν ξεχνούμε, ποτέ δεν συγχωρούμε...


Και ο χρόνος κυλά...

Με Εμάς δεν υπολογίζουν

Όταν σχεδιάζουν τα αχανή ουτοπικά τους σχήματα.

Τους νόμισαν νεκρούς- όπως και Εμάς.

Νόμισαν ότι η Πίστη μας μειώθηκε.

Νόμισαν- οι ανόητοι- ότι θα μπορούσαν να βασιστούν

επάνω στην<<πίστη>>μας σε <<αξίες>>που μισούμε.

Νόμισαν πως θα μας εκτελέσουν

και εμείς δεν θα ρωτούσαμε ποτέ το γιατί,

Ότι γεράσαμε αρκετά για να τούς πούμε ΟΧΙ.

Πίστεψαν ότι έγιναν οι εξουσιαστές της Μοίρας μας.

Και τώρα αναστηθήκαμε και στεκόμαστε όρθιοι

δίνοντας στον κόσμο το Παράδειγμα

να αγωνιστεί για το ίδιο παλιό όνειρο.

Για την Τιμή και την Ισχύ και για αυτό που είναι ορθό.

Για την χαρά να βεβαιώνουμε τα προνόμια της ράτσας.

Για Εκείνους, μια Μεγάλη Γερμανία, για τον Άριο Κανόνα στην γη.

Το Ευαγγέλιο της Αιώνιας Αλήθειας σε μια νέα μορφή

που ήρθε για να μείνει.

Γιατί ποτέ δεν ξεχνούμε, ποτέ δεν συγχωρούμε...


Και ο χρόνος κυλά...

Τίποτε δεν μπορεί να πολεμήσει το Πνεύμα ή την υποταγή μας σε αυτό

Και στο Γερμανικό Ράιχ, τον οίκο της ελίτ μας

και φρούριο ελπίδας της Άρειας ανθρωπότητας στην δύση.

Απ΄ όσα οι εχθροί σου μπορεί να πουν ή να κάνουν

για να κερδίσουν την εύνοια που τόσο αποζητούν,

τίποτε δεν μπορεί να τινάξει την Πίστη μας.

Τίποτε δεν μπορεί να ακυρώσει την πίστη μας στον παλιό Όρκο.

Τίποτε δεν μπορεί να σκοτώσει τη θέλησή μας να επιστρέψουμε.

Με κάθε βήμα εμπρός, οι παλιοί μεγάλοι Σύντροφοι έρχονται μαζί μας

και συναντιόμαστε ξανά σε μια νέα Πορεία.

Καμία δωροδοκία από το να τούς μισούμε.

Ευτυχισμένοι καθώς η καταιγίδα πλησιάζει,

καρτερούμε και βλέπουμε τα σημάδια του Πολέμου.

Τις ελπίδες της Ελευθερίας

τις νέες ευκαιρίες του Έθνους.

Για να κατακτήσουμε τα εδάφη που έδυσαν, ξανά.

Και είμαστε σίγουροι για την Δύναμή μας.

Και είμαστε ευγνώμονες στους αθάνατους Θεούς που μας έκαναν Ελεύθερους.

Γαλήνιοι, ακόμα και στην κόλαση και αγαπώντας μόνο Εκείνους. 

Δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε αλλά τα πάντα να προσφέρουμε.

Γιατί ποτέ δεν ξεχνούμε, ποτέ δεν συγχωρούμε...


Αθήνα 26 Μαρτίου 1953

 

 Εθνικός Σύνδεσμος Σαρωνικού


  


Δευτέρα 13 Μαΐου 2024

 

Ο μεγάλος ποιητής Φρίντριχ Χέλντερλιν και η Σμύρνη

Της ΣΙΤΣΑΣ ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗ -ΜΠΑΧΜΑΝ

Δρς του Πανεπιστημίου του Μονάχου. Μέλους του Συνδέσμου Ελλήνων Λογοτεχνών



Λίγοι από τούς ‘Έλληνες λογοτέχνες μας γνωρίζουν το μεγάλο  και βαθύ έργο του ποιητή Χέλντερλιν. Και ακόμα πιο λίγο ξέρουν ότι ο ποιητής αυτός ήταν σε κάθε ίνα του φιλέλλην ενθουσιασμένος από το ελληνικό ιδανικό και ποτισμένος ως τα βάθη της ψυχής του με τη φιλοσοφία του Πλάτωνος. Για εκείνους που δεν βυθίστηκαν στη μεγάλη άνθηση της γερμανικής λογοτεχνίας του περασμένου αιώνα ισχύει ο Γκαίτε και ο Σίλλερ, ίσως και από τους ρομαντικούς ο Ούλαντ, ο Μέρικε, ο Αιχενντόρφ. Μα ο Χέλντερλιν στέκει πλάι στους δυο κολοσσούς της γερμανικής λογοτεχνίας τον Γκαίτε και τον Σίλλερ και λέγεται σήμερα ο ποιητής της νεότητος. Μέσα σε όλα του τα έργα, Εμπεδοκλής, Υπερίων και Διοτίμα μέσα στα πιο πολλά του ποιήματα βρίσκει κανείς τη θεία φωτιά του έρωτα για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Με τη φαντασία του γυρνά όλο τον ελληνικό χώρο και χωρίς ποτέ του να ταξιδέψει στην Ελλάδα- όπως ο Σίλλερ- δίνει θαυμάσιες περιγραφές του ελληνικού τοπίου. Όπως στην Αίγινα στο έργο του <<Διοτίμα>>. Περιγράφει το χώρο του μικρασιατικού ελληνισμού με μια καθαρότητα και ακρίβεια  σαν να βαδίζει στο μονοπάτι του Ταύρου ή στους δρόμους της Σμύρνης. Χώρο του μεγάλου και καθαρού ελληνισμού θεωρεί πρό πάντων τη Μικρασία. Αργότερα όταν του έφερε το μήνυμα του αγέρα της ελληνικής εξεγέρσεως φλογίζεται ο νεαρός Χέλντερλιν από την επιθυμία να βοηθήσει και αυτός με οποιανδήποτε τρόπο τον Ελληνικό άνθρωπο να γίνει ελεύθερος και να γυρίσει πάλι στις ρίζες του μεγάλου του πολιτισμού, που πρέπει να γίνει ο πολιτισμός του ανθρώπου πάνω σε όλο τον κόσμο.

Στις 7 Ιουνίου έγιναν 120 χρόνια, που ο μεγάλος αυτός ποιητής πέθανε στη μικρή γραφική πόλη Τύπιγκεν. Πέθανε σωματικά, γιατί το πνεύμα του είχε σκοτεινιάσει και πεθάνει πριν από τέσσερες δεκαετίες. Το ποιητικό έργο του το δημιούργησε νεαρός, σχεδόν έφηβος και σαν νεαρός έχει μείνει στη μνήμη του γερμανικού λαού.

Στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο συνέβη να βρεθούν στο γυλιό εχθρικών στρατιωτών τα έργα του ποιητού αυτού της νεότητος. Από τότε πέρασε ο ποιητής αυτός τα σύνορα της πατρίδας του και έγινε πανευρωπαίος και παγκόσμιος. Στη φλογερή νεότητα, στον ώριμο άνδρα, στο διανοούμενο πρεσβύτη μιλά υποβλητικά ο ποιητικός του λόγος πάντα με την ίδια δύναμη και φλόγα. Ο λόγος του νουθετεί δυναμικά για τον αγώνα για την πατρίδα, για την Ευρώπη για τον κόσμο ολόκληρο. Σε αυτή την πάνω από κινδύνους και φόβο θανάτου δυνατή αγάπη προς τον αιώνια έφηβο που έχει πιά γίνει σύμβολο, μαρτυρά η ζωή του και η φλόγα που καίει μέσα του για την Ελλάδα. Γιατί κανένας από τους άλλους γερμανούς ποιητάς δεν εξέφρασε με τόση δύναμη και με τόσο πάθος και με τόση λαχτάρα για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, τον γεμάτο φως και διαύγεια, τον απαράμιλλον ανθρωπισμό του και τις ωραίες υψηλόφρονες μορφές των Θεών του όπως ο Χέλντερλιν. Έτσι παρουσιάζεται ο Χέλντερλιν σαν ένας από τους πιο μεγάλους φιλέλληνες και πλέκει εγκώμια και επαίνους ακατάλυτης αξίας για μια χώρα, που δεν είδε ποτέ με τα μάτια του, αλλά πολύ βαθιά γνώρισε με τη διαίσθηση της ψυχής του. Μάλιστα σήμερα σε αυτήν την εποχή που μας ρημάξανε οι πόλεμοι και ο άνθρωπος τολμά να πλανιέται στους ουρανούς, πρέπει όχι μονάχα η πατρίδα του, αλλά ολόκληρη η Ευρώπη και όλος ο κόσμος να θυμάται τη μορφή του ποιητού αυτού και το έργο του. Γιατί, όπως όλοι οι μεγάλοι ποιηταί ανέκαθεν, ήταν και αυτός ένας προφήτης. Και ότι διαισθάνθηκε και ανήγγειλε, ενδιαφέρει αυτή την εποχή, που πρόκειται για την ανανέωση της Ευρώπης και του κόσμου με όλα τα απίθανα του ανθρώπου επιτεύγματα όλη την Ευρώπη και όλη την ανθρωπότητα.

Στη ζωή του Χέλντερλιν, όπως και σε κάθε Μεγάλου ζωή, οι πέντε δυνάμεις, που ο Γκαίτε ονομάζει τις 5 αρχέγονες ορφικές με τα αρχαία ελληνικά των ονόματα: Δαίμων, τύχη, έρως, ανάγκη και ελπίς.

Δαίμων: το δεδομένον σε κάθε άνθρωπο μέσον του αίματος και των προγόνων, ως τον τύπον που φέρει από την γέννηση του σαν νόμο της ζωής του, που δεν μπορεί να διαφύγει και που τείνει προς εκπλήρωσιν.

Τύχη: οι καταστάσεις της ζωής του, που ανάμεσα τους βρίσκεται ξαφνικά και μέσα σε αυτές μεγαλώνει.

Έρως: η ιερή δύναμη της αγάπης, που σπρώχνει το εγώ σε σύνδεση με το συγγενικό εσύ

Ανάγκη: η σιδηρά αναγκαιότητα που αναγκάζει τα μεγάλα πνεύματα το δρόμο της ζωής τους σε χαρά και σε πόνο να συμπληρώσουν, όπως από την αρχή ήτανε γραμμένο στα αστέρια.

Ελπίς: η χωρίς όρια λαχτάρα, που φέρνει το μεγάλο πνεύμα έξω από το σωματικό και από τη ζωή την υποταγμένη στην τύχη, το ελευθερώνει και το καθιστά αιώνιο εν πνεύματι.

Ο Χέλντερλιν βαστά από τη ράτσα των Σβάμπων, που είναι η πιο πλούσια προικισμένη με ποιητικό ταλέντο από όλο το γερμανικό λαό. Γεννήθηκε το 1770 στο Λάουφεν  στον ποταμό Νέκαρ. Μια τρυφερή ευαίσθητη μα και φλογερή ψυχή μέσα σε ένα σώμα απολλώνιας ομορφιάς. Σε μια νεανική του φωτογραφία βλέπει κανείς κάτω από το ευγενικό μέτωπο που παίζουν πάνω του χρυσά μαλλιά δυο καθαρά μεγάλα μάτια θερμά να κοιτάνε. Αναθρεμμένος στο αυστηρά χριστιανικό ευαγγελικό του σπίτι γίνεται και ο ίδιος βαθιά ευσεβικός. Πολύ νωρίς έκλεινε προς τη θεολογία. Φοιτά στα ξακουστά τότε της πατρίδας του θεολογικά ινστιτούτα. Εκεί τον συνδέει στενή και ειλικρινείς φιλία με άλλους που είχανε τα ίδια όνειρα νεαρούς και ιδιαίτερα με τον Σλέγκελ και τον Χέγκελ, που έγιναν αργότερα μεγάλοι σοφοί.

Στις νεανικές του συνομιλίες παρ΄όλο που αργότερα οι δύο του μεγάλοι φίλοι έγιναν περιώνυμοι φιλόσοφοι, ο Χέλντερλιν έδινε μάλλον παρά έπαιρνε από εκείνους. Σε λίγο σπάζει τα εσωτερικά δεσμά και πηδά πάνω από τα όρια της θεολογίας. Στο μεγάλο αγώνα των πνευμάτων, που τότε στη στροφή της εποχής της Διαφωτίσεως και του κλασικό- ρομαντισμού, ο νέος αυτός αγέρας φυσά και στη Γερμανία. Μέσα στον αγώνα αυτό βρίσκεται και ο Χέλντερλιν. Το ποιητικό του ταλέντο ανοίγει τα φτερά του. Με ύμνους γεμάτους πάθος για τα ιδεώδη της ανθρωπότητος αμιλλάται με τον συμπατριώτη του Σίλλερ, που τρέφει για αυτόν μεγάλη αγάπη και εκτίμηση. Όμως ο εσωτερικός ψυχικός του κόσμος τείνει προς κάτι τέλεια δικό του, όπως του έχει προδιαγράψει ο δικός του δαίμων κατά τον Γκαίτε. Τότε του αποκαλύπτονται η φύσις και οι Έλληνες. Στη φύση, που τον αγκάλιαζε τρυφερά στα παιδικά του χρόνια μέσα στο θαυμάσιο και ήσυχο εξοχικό περιβάλλον της πατρίδας του νιώθει όπως ο Ηράκλειτος την ενότητα Θεού και Σύμπαντος. Ο πνευματικά μόνο πάνω στον εαυτό του στηριζόμενος έφηβος αισθάνεται σύγχρονα με πόνο ότι είχε χάσει τη σύνδεση με το Σύμπαν που ένιωθε μακάρια σαν ήτανε παιδί. Όμως από τα λόγια του Πλάτωνος με τους μαθητάς του κερδίζει την πίστη, ότι μέσα στην ομορφιά της φύσης και της μεγάλης τέχνης κρύβεται το θεϊκό και ότι ο άνθρωπος σε ωραίες στιγμές μπορεί πάλι να κερδίσει αυτή την ενότητα που έχει χάσει. Τούς Θεούς ως τα πνεύματα της αιώνια ωραίας φύσεως να βιώσει και να το αναγγείλει στους ανθρώπους με το ποιητικό του έργο θέτει ως επαγγελία της ζωής του. Έτσι έγιναν οι ωδές του. Σε ελληνικά μέτρα, με μια γλώσσα που εκφράζει το γεμάτο πάθος και αγάπη αίσθημά του, στολισμένη με υποβλητικές εικόνες ξεχύνουν μελωδική αρμονία. Η μορφή των ωδών του είναι ευγενικά εορταστική. Αλλά η πίστη του στην ιερότητα και την ομορφιά του κόσμου έρχεται σε μια βαθιά πληγώνουσα αντίθεση προς την ανθρώπινη πραγματικότητα, που τον περιβάλλει. Έτσι στρέφει το βλέμμα του με ελεγειακή λαχτάρα προς την Ελλάδα ως την πατρίδα ενός από θεϊκή φύση πληρωμένου και για αυτό μετέχοντος της θεότητος ανθρώπου. Αναπτύσσεται στερνά από διάφορες βαθμίδες το ρομάντζο <<Ο Υπερίων ή ο ερημίτης στην Ελλάδα>>. Στη μορφή και στη μοίρα του ήρωός του του Έλληνα έφηβου στην εποχή των πρώτων προσπαθειών της ελληνικής απελευθερώσεως από τον τουρκικό ζυγό εκφράζεται όλη η χαρά και ο πόνος και η τάση της δικής του ψυχικής απελευθερώσεως, τραγουδεί στο πεζό λόγο ότι ωραίο και υψηλό και μελωδικό έχει να παρουσιάσει η γερμανική λογοτεχνία. Εδώ εκφράζεται  η συμφωνία της ψυχής του ποιητού Χέλντερλιν σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια. Το ελληνικό τοπίο με μια γεμάτη φλόγα ιδωμένο και ζωγραφισμένο είναι το φόντο του ψυχικού συμβάντος ακόμα και σύμβολο. Σε αυτή τη θεϊκή φύση λαμβάνει μέρος μόνον ο ήρως ο φίλος του Μέντωρ και η αγαπημένη του ήρωα η Διοτίμα. Όταν ο φίλος του φεύγει για πάντα και τη Διοτίμα αρπάζει από πλάι του ο θάνατος, βλέπει ο Υπερίων ότι απέτυχε στον αγώνα για την ελευθερία, απελπισμένος για τον κόσμο του ανθρώπου της εποχής του αποτραβιέται στη μοναξιά με την πρόθεση να αφιερωθεί στο θεϊκό Σύμπαν, στη φύση που μέσα της ένιωθε το Θεό.

Η μορφή της Διοτίμας τόσο εξαγνισμένη με την αγάπη του Υπερίωνος βασίζεται πάνω σε μια τραγική πραγματικότητα. Γιατί ο έρωτας αγνός και βαθύς ξέσκισε την εφηβική του καρδιά. Το θαύμα της αντάμωσης του εγώ με το ψυχικά συγγενικό εσύ έγινε. Η γεμάτη ομορφιά και πάθος και αγνότητα Σουζέτα Γκόνταρτ, η νεαρή μητέρα των δυο αγοριών που δίδασκε ο ποιητής για να κερδίζει το ψωμί του ένοιωσε επίσης αυτήν την αγάπη του ποιητή με όλη της τη δύναμη και την αγνότητα ψυχής. Τραγική η μοίρα αυτής της αγάπης, που πλήγωσε βαθιά και αγιάτρευτα τον ποιητή. Εκείνη έμεινε στη Φρανκφούρτη και εκείνος τράβηξε στις όχθες του Νέκαρ για να πλύνει τις πληγές του. Από εκεί ξεπήδησε η μορφή της εξαγνισμένης και υπεργήινης Διοτίμας. Μα ο ποιητής δεν κατέφυγε στην ερημιά σαν τον Υπερίωνα του. Τώρα μάλιστα κάτω από το σφυροκόπημα του πόνου γίνεται άνδρας και θεωρεί τη μοίρα του σταλμένη από τον Θεό.

Με ακόμα πληγωμένα τα φτερά παίρνει το πέταγμα για την πιο υψηλή κορυφή του ποιητικού του δρόμου. <<Πατριωτική>> ονόμασε την ποίηση της εποχής εκείνης. Ήθελε να μιλήσει στην ψυχή του λαού του. Γιατί είχε την πεποίθηση ότι ήτανε αναγκαία μια ανανέωση του ανθρώπου και μάλιστα πήρα ως παράδειγμα και πρότυπο τον αρχαίο ελληνικό άνθρωπο στην πιο καλή του μορφή στην συμμετοχή του και στην τάση του προς το θεϊκό. Αυτή η προσπάθεια μόνο ήτανε άξια να κάνει τον ποιητή.

Στο δράμα του <<Εμπεδοκλής>>, του οποίου ο ήρωας είναι εκείνος ο μυθολογικός αρχαίος Έλληνας σοφός υψώνεται από τη βαθμίδα του Υπερίωνος με την ελεγειακή του απάρνηση, στη γιορτή της ελεύθερης πράξεως, της θυσίας στην οποία ο ήρωας στη λαχτάρα της αγάπης να γίνει ένα με τη φύση πηδά μέσα στις φλόγες της Αίτνας για να κάνει το λαό του με αυτή τη συγκινητική του θυσία να δει και να νοιώσει τη στροφή των καιρών.

Με μεγάλο πάθος έχει ο Χέλντερλιν τη θυσία για την πατρίδα τραγουδήσει όπως στο <<Θάνατος για την πατρίδα>>. Βέβαια δε παρουσιάστηκε μια ευκαιρία να πεθάνει για την πατρίδα στα πεδία των μαχών, όμως αληθινά όλη η ζωή του ήτανε μια θυσία για την πατρίδα. Εξακολουθεί να ανεβαίνει σκαλί σκαλί προς την πλέον ώριμή του ποίηση που είναι οι ελεγείες και οι μεγάλοι ύμνοι που συχνά τόσο ορφικά σκοτεινοί είναι, σαν του Μπετόβεν τα τελευταία κουαρτέτα, αλλά μόλα ταύτα στο βάθος των κρύβεται ένα φως και μια πεποίθηση για την εκπλήρωση της θρησκευτικό- πατριωτικής αποστολής, που έχει βαθιά νοιώσει. Και η αποστολή αυτή ήτανε στο λαό του και σε ολόκληρη την ανθρωπότητα της Δύσεως να προετοιμάσει ένα νέο κόσμο πίστεως, συγγενικό με την ύπαρξη του αρχαίου ελληνισμού και του χριστιανισμού και έτσι να αναγγείλει την αναγέννηση του δυτικού πολιτισμού.

Η πνευματική του θέληση δημιουργίας ήτανε πιο δυνατή από τη λεπτή του τρυφερή φύση. Αυτός όμως βάδιζε τον ηρωικά χαραγμένο μοιραίο δρόμο της ανάγκης ως το τέλος. Ως την καταστροφή του πνευματικού του κόσμου, ενώ το σώμα έζησε σαράντα χρόνια ακόμα μετά το θάνατο του πνεύματος. Μα οι φίλοι και οι οπαδοί του λένε ότι πέθανε νέος, μόλις στα τριάντα του χρόνια.

Οι σπασμένες χορδές του βιολιού που έκοψαν απότομα το μελωδικό τραγούδι σε κάποιες φωτεινές στιγμές αφήνουν κάποτε συγκινητικούς τόνους να ακουστούν. Φουσκώνει κάποτε η μελαγχολία και μια μάταιη ελπίδα που προσπαθεί να ελευθερώσει το πνεύμα από τη φυλακή του κορμιού, που κρατεί δέσμιο.

<<Αυτό που είμαστε εδώ μπορεί εκεί ένας Θεός να συμπληρώσει με αρμονίες, με αιώνια αμοιβή και γαλήνη>>.

Η πνευματική κληρονομιά του Χέλντερλιν περιμένει την εκπλήρωσή της και ίσως σήμερα, εκατό είκοσι σχεδόν χρόνια μετά το θάνατό του, μέσα στους τόσους αγώνες και αγωνίες και μέσα στα εκπληκτικά του ανθρώπου επιτεύγματα, πλησιάζει η Ευρώπη και γενικά ο άνθρωπος προς την εκπλήρωση της εισόδου του προς το προφητικό εκείνο του μεγάλου ποιητή και προφήτη πολιτισμό, που θα στηρίζεται πάνω στα αρχαία ελληνικά βάθρα και πάνω στις μεταφυσικές καταβολές του χριστιανισμού.

Αυτός λοιπόν ο μεγάλος ποιητής, που ταξίδευε με τη φαντασία, που πλανιότανε με το στοχασμό στις χώρες του ελληνισμού της χαριτωμένης Μικρασίας και που αγάπησε με την καρδιά του το τοπίο της γράφει:

<<Πήγαινε, γυιόκα μου, μου είπε ο πατέρας μου, πρώτα στη Σμύρνη, μάθε εκεί τις τέχνες των θαλασσινών και τις τέχνες του πολέμου. Μελέτησε ακόμα τη γλώσσα των μορφωμένων λαών, μελέτησε τις νομοθεσίες και τις γνώμες τους, μελέτησε τα ήθη και τα έθιμά τους, εξέτασε όλα αυτά και διάλεξε το καλύτερο. Έπειτα θα δούμε παρακάτω. Και η καλή μου μητέρα πρόσθεσε με τη γλυκιά της φωνή: Και μάθε να ασκείσαι στην υπομονή παντού και πάντοτε. Και εγώ άκουσα τις συμβουλές αυτές με πολλή συγκίνηση. Έχει μεγάλη γοητεία το πρώτο ξεκίνημα της νεότητος από το πατρικό σπίτι και προκαλεί τόσα καρδιοχτύπια. Αυτό το ξεκίνημα μοιάζει σαν το πρώτο πέταγμα του νεοσσού από τη φωλιά του. Και εμένα μου φάνηκε σαν μια δεύτερη γέννηση, όταν αποχαιρέτησα τους γονείς μου και έφυγα για πρώτη φορά από την Τίνα. Σαν να ανάτειλε ένας νέος ήλιος απάνωθέ μου και απολάμβανα για πρώτη φορά τη στεριά και τη θάλασσα και για πρώτη φορά ανάσανα το ευεργετικό αγέρι. Έφθασα στη Σμύρνη. Η ζωντάνια και η δράση της πόλεως αυτής έκανε την καρδιά μου να χτυπά πιο γρήγορα. Έτσι και εγώ τάχυνα το βήμα μου και φρόντιζα με ταχύτητα αλαφιασμένος τη μόρφωσή μου. Σε ώρες αναπαύσεως για να είναι ο νους μου πάντα ξύπνιος και κοντά στους μεγάλους, θυμάμαι από κείνον τον καιρό κάθισα κάτω από τα φουντωμένα δέντρα του ποταμού Μέλη, εκεί που γεννήθηκε ο Όμηρος μου, μάζευα λουλούδια και τα έριχνα στο ρέμα του άγιου ποταμού για θυσία. Κατόπιν έμπαινα στη κοντινή σπηλιά με συντροφιά τα φλογερά μου όνειρα. Εκεί λένε πως ο μεγάλος γέρο – Τραγουδιστής, έψαλλε την Ιλιάδα του. Εκεί τον έβρισκα. Κάθε φωνή βουβαίνονταν στη παρουσία του. Άνοιξα το θεϊκό του ποίημα και ήταν σαν να μην το είχα γνωρίσει ποτέ. Τόσο τέλεια ζωντανός είχε γίνει μέσα μου.

Πολλές φορές περιδιάβαζα στα προάστια της Σμύρνης. Τι απόλαυση…Θά θελα να είχα φτερά για να μπορώ να επισκέπτομαι μια φορά το χρόνο τουλάχιστο αυτή τη θεσπέσια χώρα της Μικρασίας.

Από τον κάμπο των Σάρδεων ήρθα ανάμεσα από τους βράχους του Τμώλου. Έφτασα στην κορυφή του. Έμοιαζα με τούς Θεούς μου φαινότανε. Έπειτα πέρασα τη νύχτα στα πόδια του βουνού σε ένα φιλικό καλύβι κάτω από μυρτιές και τις λιγωτικές ευωδιές των θάμνων του λαβδάνου, που έπαιζαν πλάι μου στο χρυσό ρέμα του Πακτωλού μαζί με τούς κύκνους. Μέσα από τις φουντωτές  φτελιές πρόβαλε σαν όνειρο και σαν πνεύμα ένας αρχαίος ναός της Κυβέλης, λουσμένος στο ασημένιο του φεγγαριού φως. Πέντε κίονες υψώνονταν με γοητεία προς τον ουρανό, μέσα από τα χαλάσματα. Σαν να έστηναν ένα μοιρολόι. Μια βασιλική πύλη έγκειτο μπροστά στα πόδια τους γκρεμισμένη. Μέσα από χίλιους ανθισμένους θάμνους τραβούσε το μονοπάτι και καθώς περνούσα την απότομη πλαγιά μου έστελναν τους λευκούς των ανθούς σαν νιφάδες άσπιλου χιονιού πάνω στο κεφάλι μου. Ξεκίνησα πολύ πρωί και το μεσημέρι ήμουνα στην κορυφή. Στάθηκα ευτυχισμένος εκεί  επάνω και έβλεπα πίσω προς τον κάμπο. Ο αγέρας μου ανέμιζε τα μαλλιά και τα φτερά της ψυχής μου άνοιξαν διάπλατα. Εκεί απάνω μοιάζει κανείς με Θεό  Ήμουνα κοντά στον ουρανό . Τι μακάριες ώρες…

Σαν θάλασσα έγκειτο μπροστά μου η χώρα ανθισμένη, νεανική, γεμάτη από ζωντανή χαρά. Ήτανε ένα ουράνιο, ατελείωτο παιχνίδι χρωμάτων με το οποίο η άνοιξη χαιρετούσε την καρδιά μου. Όπως ο ήλιος στον ουρανό με τις χίλιες του αλλαγές του φωτός, που η γη του επιστρέφει, έτσι αναγνώρισε και το πνεύμα μου τον εαυτό του στην πληθώρα της ζωής, που το γέμιζε από όλες τις πλευρές. Αριστερά τρέχει, αλαλάζει και βουίζει ο ποταμός σαν γίγας μέσα στα δάση πηδώντας πάνω από μαρμάρινους βράχους που κρέμονται πάνω από το κεφάλι μου και που ο αετός παίζει με τα μικρά του αετόπουλα. Εκεί οι χιονισμένες κορυφές μοιάζουν σαν διαμάντια λαμπερά, στο γαλάζιο του ουρανού. Στα δεξιά μου κυλούσαν βαριά σύννεφα πάνω από τα δάση του Σιπύλου. Δεν ένοιωθα την καταιγίδα παρά έναν αγέρα, που μου ανακάτευε τα σγουρά μου μαλλιά. Ένοιωθα τη φουρτούνα σαν μια υποψία του μέλλοντος. Ο κεραυνός ήτανε μακριά, μα μια υπόκωφη βροντή σαν να ανάγγειλε το πλησίασμα μιας θεότητος. Στράφηκα προς τα νότια και προχώρησα. Μπροστά μου κείτονταν με άπειρη γοητεία ξαπλωμένη όλη εκείνη η παραδεισένια χώρα, που διαρρέει ο Κάυστρος (ποταμός) σε καλλιτεχνικούς μαιάνδρους. Λες και δεν θέλει να αφήσει γρήγορα τον παράδεισο αυτόν που τον περνά με ελιγμούς και χίλια σκέρτσα. Μακάριο πλανιόταν το πνεύμα μου από ομορφιά σε ομορφιά. Άφηνε το μικρό χωριουδάκι στα πλάγια και χώνονταν βαθιά στα παράλια της οροσειράς, για να πετάξει έπειτα μακριά εκεί που η Μεσόγειος θαμπά σελαγίζει (λάμψη ακτινοβολία).

Έφθασα πίσω στην Σμύρνη σαν μεθυσμένος από συμπόσιο πλούσιο. Η καρδιά μου πλημμυρισμένη από ομορφιές, που έμειναν για πάντα μέσα της αθάνατες. Αποκόμισα σαν λεία μέσα μου την απαράμιλλη ωραιότητας της φύσεως εκείνης όχι για να γεμίσω τα χάσμα της ανθρώπινης ζωής. Η δική μου Σμύρνη στέκονταν μέσα μου σαν νύφη βασιλικά ντυμένη.

Τα γεμάτα θόρυβο κέντρα της με τραβούσαν. Η παραξενιά των εθίμων της με ευχαριστούσε. Έπαιζα μαζί τους σαν μικρό παιδί με ένα παιχνίδι. Και επειδή ήτανε η καρδιά μου γεμάτη από τον πλούτο της γύρω φύσης συνήθισα της συνήθειες της όπως συνήθισα να φορώ κάθε βράδυ το νυχτικό μου.

Ότι όμως μου ήτανε σαν μυρωδάτο άρτυμα μέσα στην κούπα της καθημερινότητας ήτανε τα συμπαθητικά πρόσωπα, που η καλή φύση σαν αστέρια μες στο σκοτάδι μας στέλνει. Πόση χαρά ένοιωθα. Με πόση πίστη δεν προσπαθούσα πάντα να εξηγήσω αυτό το ιερογλυφικό, που λέγεται πρόσωπο του ανθρώπου. Και εύρισκα κάποτε φιλικά σημάδια επάνω του. Μου συνέβαινε, όπως με τα καβάκια τη  άνοιξη. Άκουσα να λένε για το χυμό των δέντρων αυτών. Και σκέφτηκα πολλά και θαυμάσια σχετικά με αυτό. Τι εξαιρετικό ποτό πρέπει να δίνει το κορμί των λυγερών αυτών δέντρων. Μέσα όμως στα πολλά πρόσωπα δεν υπήρχε δύναμη και πνεύμα. Και έμεινε αγιάτρευτη η καρδιά μου από αυτό που έβλεπα και άκουγα. Μου φαίνονταν κάποτε σε κάποιες περιπτώσεις ότι παρέλυσε η ανθρώπινη καρδιά και έχασε την ποικιλία του το ζωικό βασίλειο. Πνιγόμουνα σαν λάχαινε να βρεθώ ανάμεσα σε λογίους, όπως ονόμαζαν τον εαυτό τους. Όπως παντού και εδώ ήτανε οι άνδρες αυτοί, που είχανε ξεκόψει από τον λόγο τους ακατάστατοι στην σκέψη και οκνηροί στη δράση.

Ορισμένα ζώα ουρλιάζουν όταν ακούνε μουσική. Αυτοί εδώ που γελούσαν σαν ερχότανε ο λόγος πάνω στην ομορφιά του πνεύματος, και στην αρετή της καρδιάς. Οι λύκοι φεύγουν όταν ανάβει φωτιά. Όταν αυτοί έβλεπα μια σπίθα λογικής γύριζαν την πλάτη και έφευγαν σαν κλέφτες. Όταν κάποτε μιλούσα για την Αρχαία Ελλάδα χασμουριότανε και είχανε την γνώμη ότι μπορεί κανείς πολύ καλά να ζει και στα τωρινά. Δεν έχει χαθεί και σήμερα το καλό γούστο πρόσθεσε ένας άλλος με σημαντικό ύφος. Το γούστο αυτό γινότανε φανερό. Ο ένας έλεγε αστεία σαν βαρκάρης, ο άλλος φούσκωνε τα μαγουλά του και αράδιαζε αποφθέγματα. Και ένας τρίτος όταν άκουγε για ελευθερία και απελευθέρωση είχε τη γνώμη ότι κάλιο είναι τα πουλιά στο χέρι παρά πάνω στη στέγη. Εκείνοι, που αγαπούσα και που έκανα παρέα ήταν οι αφηγητές. Μου διηγούνταν για παλιά μεγαλεία, λαμπρές πολιτείες με παράξενα ονόματα, για παλικάρια πάνω σε λευκά άλογα που πολεμούσα για τη λευτεριά, για μεγάλα και αψηλά καμπαναριά. Ήτανε σαν ομιλούντα πανοράματα που έβλεπε κανείς εκεί μέσα ότι ποθούσε η καρδιά του.

Τελικά κουράστηκα να ξοδεύω τον εαυτό μου και να ζητώ ρόγες σταφυλιού μέσα στην έρημο, η λουλούδια πάνω στο χιονισμένο λιβάδι. Ζούσα τέλεια μόνος μου και το τρυφερό της νιότης μου πνεύμα εξαφανίστηκε.

Η έλλειψη ιερότητας στον αιώνα μας μου έχει γίνει φανερή από αυτά που διηγούμαι και από εκείνα, που δεν ιστορίζω. Η γλυκιά παρηγοριά στην ψυχή μου να βρω τον κόσμο μου και να αγκαλιάσω το ανθρώπινο γένος είχε προς το παρόν ξεφτίσει. Και όμως…Αγαπητέ μου φίλε τι θα ήτανε η ζωή χωρίς ελπίδα; Μια σπίθα που πηδά από το κάρβουνο και σβήνει ή όπως ακούει κανείς σε μια σκοτεινή εποχή μια ριπή ανέμου να σφυρίζει για μια στιγμή και έπειτα να εκπνέει, έτσι θα συνέβαινε και με τη ζωή μας. Το χελιδόνι ζητά μια φιλική χώρα το χειμώνα. Πετά στη ζέστα της μέρας και τα μάτια του ζητούν την πηγή. Ποιος λέει ότι η μητέρα δεν θα του δώσει το στήθος της; Και κοίταξε πως το ζητά.

Δεν ζει τίποτε, όταν δεν ελπίζει. Η καρδιά μου έκλεισε τώρα τους θησαυρούς της αλλά για να τους οικονομήσει μόνο για ένα καλλίτερο καιρό, για το μοναδικό, το ιερό, το πιστό, που κάποτε θα συναντήσει τη διψασμένη μου ψυχή. Σαν ένα κρίνο, που λικνίζεται στο σιωπηρό άνεμο, έτσι λικνίζεται στα στοιχεία της, στα θελκτικά όνειρά της η ύπαρξή μου. 

<<Το ξέρω. Θα έρθει ο καιρός της εκπλήρωσής των>>. Έτσι έγραφε ο ελληνολάτρης εκείνος ποιητής, όπως ο λόρδος Μπάιρον βλέποντας τους Έλληνες να αδρανούν και να μην ξεσηκώνονται ακόμα να πάρουν τη λευτεριά τους με το σπαθί τους.

Πίστευε ακράδαντα ότι έπρεπε να γίνει η ανανέωση του ανθρώπου, δια της Αρχαίας Ελλάδος και του Χριστιανισμού, πρώτα του Έλληνα, έπειτα του Ευρωπαίου και τέλος του ανθρώπου όλου του κόσμου. Οι ποιητές αυτοί που δεν ήταν ούτε Άγγλοι, ούτε Γερμανοί, αλλά παγκόσμια πνεύματα όπως και οι όμοιοί τους έδωσαν να καταλάβει η Ευρώπη ότι η ελευθερία του ελληνικού πνεύματος δεν ήτανε μόνο ζήτημα του Έλληνα και της Ελλάδος, αλλά ζήτημα όλου του κόσμου.

ΣΙΤΣΑ ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗ -ΜΠΑΧΜΑΝ


Εθνικός Σύνδεσμος Σαρωνικού



Σάββατο 20 Απριλίου 2024

Παρασκευή 12 Απριλίου 2024

Η Δύσις υπό την ασπίδα των τέκνων της



Σρατηγού RODOLFO CORSELLI, Ιταλία

Ο σημερινός πόλεμος, που είχε επακόλουθον της ατυχούς συνθήκης των Βερσαλλιών της 20 Ιουνίου 1919, προέκυψε εκ μιας δευτερούσης εδαφικής διαφοράς εξαιτίας της πόλεως του Δάντσιγκ και του Διαδρόμου του Βιστούλα, τμήματα δια τα οποία ήγειρε δικαιολογημένας αξιώσεις η Γερμανία. Η Πολωνία εγκαταλειφθείσα υπό της Αγγλίας και της Γαλλίας, αι όποίαι είχον παράσχει εις αυτήν πλείστας όσας <<εγγυήσεις>>, ητήθη κατόπιν της κεραυνοβόλου γερμανικής εκστρατείας των 18 ημερών. Ματαίως ο Φύρερ έκαμε ακολούθως προτάσεις ειρήνης. Ο αγγλογαλλικός συνασπισμός απέκρουε τας μεγαλόψυχους γερμανικάς προτάσεις, παρασύρων συγχρόνως και άλλα κράτη εις τον πόλεμο: την Νορβηγία, τας Κάτω χώρας και το Βέλγιον. Έτσι η πρωταρχική γερμανοπολωνική δίενεξις έλαβε διαστάσεις πανευρωπαϊκού πολέμου.

Αλλά και τα κράτη αυτά, της Γαλλίας συμπεριλαμβανομένης, κατενικήθησαν υπό της γενναιότητος και της αξιοθαύμαστου τεχνικής εξοπλίσεως των γερμανικών στρατιών. Η Μεγάλη Βρετανία εξώθησεν ακολούθως την Ελλάδα και την Γιουγκοσλαβία εις τον πόλεμο, ενώ η Ιταλία κατήρχετο εις τον αγώνα παρά το πλευρόν της συμμάχου της. Αφού κατεβλήθησαν και αι δύο νέαι εμπόλεμοι χώραι, συνενώθηκαν τότε η ασιατικο- μπολσεβικική Ρωσία και αι Ηνωμέναι Πολιτείαι της Β. Αμερικής- που είχον εν τω μεταξύ εύρει οπαδούς μεταξύ των κρατών της Κεντρικής και Νοτίου Αμερικής- μετά της Μεγάλης Βρετανίας, η οποία διέκειτο πλέον ή εχθρικώς κατά της Ευρώπης, ενώ από της άλλης πλευράς ο Άξων συνεμάχησε μετά της Ιαπωνίας. Έτσι ο πόλεμος μετετράπη εις παγκόσμιον σύρραξίν.

Εις το ένα στρατόπεδο ίστανται οι λαοί, τους οποίους ο Γαβριήλ Ντ΄Αννούντσιο είχε ονομάσει τοκογλύφους και καταβροχθιστάς. Οι λαοί αυτοί έχονται από μηχανοεμπορικάς ιδέας εν σχέσιν προς την ζωήν και κυριαρχούν ενός μεγάλου μέρους του κόσμου, χάρις εις καταπληκτικώς τυχαίας εξελίξης και χωρίς να είναι ιδιαιτέρως άξιοι των προνομίων αυτών, εμμένοντες εις την κατοχήν αυτήν, ανεξαρτήτων θυσιών και μόχθων. Εις το αντίπαλο στρατόπεδο ευρίσκονται οι νέοι, υγιείς και ισχυροί λαοί, οι οποίοι επιδιώκουν να θραύσουν τα δεσμά της από αιώνων υφισταμένης τούτης πολιτικής και οικονομικής δουλείας, επιθυμούντες να διανοίξουν τον δρόμον προς νέους, δικαιοτέρους ζωτικούς χώρους και να επιτύχουν μια λογικωτέραν κατανομήν των πρώτων υλών και πλουτοπαραγωγικών πηγών της φύσεως, τας οποίας δύναται να αξιοποιήσουν καλλίτερον χάρις εις την εργατικότητα και την παραγωγικήν των ικανότητα. Ο αγών της σήμερον δεν διεξάγεται μόνον επί του οικονομικού και πολιτικού, αλλά και επί του ηθικού και ιδεολογικού τομέως, καθόσον ο βαθύς θρησκευτικός σχεδόν ιδεαλισμός των λαών του Τριημερούς και των μετ΄αυτών συμπαθούντων εθνών, ευρίσκεται εις αντίθεσιν προς τον σκεπτικισμόν των εμπόρων και προς τα δόγματα των άθεων, των ανταξίων αυτών απογόνων του Τατάρου Τζένκινς -Χαν και του Ταμερλάνου.

Τελικώς η σύρραξις προσέλαβε την μορφή <<πολέμου μεταξύ ηπείρων>>, ιδίως δε ενός πολέμου στρεφομένου κυρίως εναντίον της Ευρώπης. Ενώ από της μια πλευράς, συμφώνως  προς την διαθήκη του Λένιν, ο μπολσεβικισμός επιδιώκει βιαίως ή διά της χρησιμοποιήσεως πανούργων μεθόδων να εξαπλωθεί εφ΄ολοκλήρου της Ευρώπης, εφ’ ολοκλήρου μάλιστα του κόσμου, από της άλλης πλευράς ο αγγλοσαξονικός κεφαλαιοκρατικός μερκαντιλισμός προσπαθεί να επεκτείνω την οικονομική εν μέρει δε και εδαφική κυριαρχία του εις ολόκληρο την υδρόγειο. Προς τον σκοπό αυτό άρχισαν οι Ηνωμέναι Πολιτείες από των αρχών Νοεμβρίου1942 να εφαρμόζουν το από πολλών ετών ήδη μελετημένο σχέδιο των της επιθέσεως κατά της Ευρώπης, δια να αναδιοργανώσουν κατά της ίδιας των αντιλήψεις, αφού η Αγγλία είχε αποκλεισθεί πλέον εξ΄αυτής. Συγχρόνως επέπεσαν κατά της Αφρικής (τη συμπράξει Γάλλων λιποτακτών), όχι μόνον δια να την χρησιμοποιήσουν ως βάσιν των πολεμικών των επιχειρήσεων, δηλαδή ως αφετηρία δια την εξόρμηση των κατά του <<ηπειρωτικού φρουρίου>>, αλλά και δια να την εκμεταλλευτούν αποικιακώς, ληστεύοντας ούτω οι Αμερικανοί τας κτήσεις άλλων κρατών.

Καθ’ ον χρόνον εις τον Ειρηνικό Ωκεανό και την Άπω Ανατολή άρχισε ο Αγών που διεξάγεται υπό της Ιαπωνίας κατά των Αγγλοσαξόνων και των οπαδών των, ο Νέος κόσμος επέπεσε κατά της Ευρωπαϊκής ηπείρου με την πρόθεσιν- την οποία άλλωστε διακήρυξε ανενδοιάστως- να την διαιρέση και να τις αποσπάσει όλας τας αφρικανικάς αυτής κτήσεις. Η Αφρική όμως υπήρξε δια την Ευρώπη ένας ζωτικός χώρος, προ του οποίου οι ευρωπαϊκοί λαοί επεζήτησαν παλαιόθεν ήδη να εξαπλωθούν. Είναι μια συμπληρωματική ήπειρος, όπως την εχαρακτήρισεν ο Ντούτσε, διότι υπάρχουν εις αυτήν αι πρώται ύλαι και τα αγροτικά προϊόντα, τα οποία στερείται ακριβώς η Ευρώπη.

Έναντι της σοβαρότατης αυτής απειλής, το πρόβλημα της ευρωπαϊκής συνειδήσεως και αλληλεγγύης τίθεται εις την πρώτη γραμμή. Η μεγάλη μπολσεβικοταταρική επίθεσις εξ΄ανατολών και η αγγλοσαξονική εξόρμησις εκ νότου και δυσμών αποσκοπούν εις την υποδούλωσιν της μητρός του πολιτισμού. Τα προγράμματα που εξήγγειλαν  κατ΄επανάληψιν ο Τσώρτσιλ και ο Ρούσβελτ δεν αφήνουν αμφιβολίας επί του προκειμένου.

Δυστυχώς όμως δεν αντελήφθησαν ακόμη όλοι οι κάτοικοι της Ευρώπης το πρόβλημα τούτο και την επείγουσαν αναγκαιότητα να συμπηχθούν εις ένα ενιαίον συνασπισμόν δια να αντιμετωπίσουν τούς βάρβαρους και ημιβάρβαρους που ετοιμάζονται να επιτεθούν. Μια παλιά, πατροπαράδοτος και αδικαιόλογητος δυσφορία, αι τοπικσταί σεπαρατιστικαί τάσεις κομμάτων και ομάδων, ο άφρων φανατισμός που εμφωλεύει ακόμα εις τους κόλπους ορισμένων κοινωνικών στρωμάτων μερικών λαών- αυτά είναι τα χωριστικά στοιχεία που ενεργούν κατά της δικαίας αυτής υποθέσεως και ευνοούν το φοβερόν πλήγμα κατά του πολιτισμού, του οποίου η κρίσιμος ώρα θα σημάνει κατά το τρέχον έτος 1943.

Παρηγορητικόν είναι ωστόσο το γεγονός ότι από δύο περίπου ετών η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη έχει γίνει πραγματικότης και βαίνει ολοένα και πιο ισχυρή μεταξύ των στρατιών που μάχονται εις το ανατολικό μέτωπον κατά της μπολσεβικικής Ρωσίας, εις τας οποίας συγκαταλέγονται εκτός των γερμανικών, ιταλικών, φιλανδικών, ουγγρικών, ρουμανικών, σλοβακικών και κροατικών στρατευμάτων, επίσης σημαντικά στρατιωτικά τμήματα εξ Ισπανίας, Γαλλίας, Νορβηγίας, Δανίας, Βελγίου και των Κάτω Χωρών. Ο καθένας των στρατιωτών αυτών ομιλεί την ιδική του γλώσσα και έχει την ιδική του νοοτροπία. Εις τας καρδιάς όλων όμως καίει η αυτή φλόγα αισθημάτων, εις τους εγκεφάλους των κυοφορούνται αι αυταί ιδέαι και λάμπουν τα αυτά ιδανικά.

Ο υπολοχαγός Χόρστ Σλεσίνα έχει δίκαιον όταν εις το άρθρο του <<Αμείλικτος Πόλεμος>>, που εδημοσιεύθει εις την <<Νέα Ευρώπη>>, γράφει: Ολόκληρη η Δύση είναι μέσα μας, στην ψυχή του καθενός μας, για να αγωνιστεί τον τελευταίο αποφασιστικό αγώνα>>. Χάρις στους σταυροφόρους αυτούς της εποχής μας που ίστανται εις την πρώτη γραμμή του πυρός, από του Μουρμάνσκ μέχρι της Μαύρης Θαλάσσης, αναπτύσσεται, μέσα στη φωτιά της μάχης και στους κοινούς κινδύνους του μετώπου, η ευρωπαϊκή συνείδησις. Όλοι αποκτούν το συναίσθημα ότι ανήκουν εις την μια μεγάλη πατρίδα, η οποία εκπροσωπεί και σήμερον τον παγκόσμιον πολιτισμόν, θα εκπροσωπεί δε αυτόν εις όλας τας εποχάς ως καρπός της κοινής εργασίας των διαφόρων λαών της. Αυτός ο πολιτισμός συνενώνει τα ευρωπαϊκά έθνη εις τους κοινούς αγώνας κατά των εξ ανατολών  και εκ νότου ερχομένων ξένων βαρβάρων ή ημιβαρβάρων. Σιγά σιγά αρχίζει να επικρατή η ιδέα ότι η Ευρώπη δεν πρέπει να αποτελεί γεωγραφικό μόνον χώρον, οι λαοί του οποίου αλληλοπολεμούνται διαρκώς εξ εγωιστικών αιτιών ως συνέβαινε μέχρι τώρα, αλλά ότι πρέπει αντί τούτου να γίνει μια όασις αληθούς πολιτισμού, μια οργανική ολότης, εμφορουμένη από κοινά ιδεώδη και φωτιζόμενη από μίαν ιστορική αποστολή. Ούτω, αποτέλεσμα του σημερινού παγκοσμίου πολέμου θα είναι η αρχή: Η Ευρώπη είναι η μεγάλη πνευματική πατρίς των λαών που κατοικούν επ΄αυτής. Αυτός θα είναι ο καρπός της επιθέσεως εις την οποία προέβησαν όλαι αι άλλαι ήπειροι ηνωμέναι με σκοπό να βλάψουν την Ευρώπη.

Και κάτι άλλο πρέπει να έχωμεν υπ΄όψει μας: Ο παρών πόλεμος είναι φοβερότερος από κάθε προηγηθέντα λόγω της κολοσσιαίας ισχύος των κρατών που συμμετέχουν εις αυτόν και λόγω των χρησιμοποιουμένων πολεμικών μέσων. Απαιτεί γιγαντιαίας προσπαθείας και άμετρους θυσίας, όχι μόνον από τα μαχόμενα στρατεύματα, αλλά και από τον άμαχο πληθυσμό. Από τώρα ήδη εμφανίζεται λοιπόν ως επείγουσα η ανάγκη ότι τα κράτη, τα οποία πρόκειται να αποτελέσουν  την νέα πολιτική Ευρώπη, οφείλουν να έχουν μία σαφώς καθορισμένη, σχεδόν στρατιωτική οργανική υφή, στηριζόμενη επί των δύο παραγόντων: Της τάξεως και ακτινοβολία της στρατιωτικής πειθαρχίας, η οποία ενεψύχωσε τας στρατιάς, αι όποιαι μάχονται αυτήν την στιγμήν κατά της μπολσεβικικής Λερναίας Ύδρας και κατά του αγγλοαμερικανικού μερκαντιλισμού, όπου υποστηρίζεται από ημιβάρβαρους μισθοφόρους. Αι ολοκληρωτικαί κυβερνήσεις, διαβλέπουν εις την πειθαρχικότητα αυτήν το βάπτισμα των αρχών, που διαμορφώνουν και των δογμάτων που πρεσβεύουν. Η επίδρασή της θα είναι ως εκ τούτου υψίστης ωφελείας προς διάδοσιν, εν ευθέτω χρόνω, των νέων προγραμμάτων και θεμελίωσιν των νέων οργανισμών.

Η νίκη είναι εξασφαλισμένη υπό των Δυνάμεων του Τριμερούς Συμφώνου διότι το ηθικόν και ιστορικόν συναίσθημα κλίνει αναμφισβητήτως προς την εκδοχήν ότι η βέβηλος συμμαχία του μερκαντιλισμού με τον μπολσεβικισμόν δεν δύναται ποτέ να θριαμβεύσει αναστρέφουσα τον τροχόν του πολιτισμού κατά μία χιλιετερίδα προς τα οπίσω.

Η νίκη είναι ασφαλής! Πρέπει όμως να αγωνισθούμε ακόμη να αγωνισθούμε σκληρά! Εις δε την Ευρώπην χρειάζεται να αναπτυχθεί ακόμη περισσότερον το συναίσθημα της <<αλληλεγγύης>>, εις τρόπον ώστε να κατανοηθεί πλέον από όλους ποιοι είναι οι αληθείς εχθροί μας και ότι είναι ανάγκη να πραγματοποιηθεί η πνευματική ένωση των Ευρωπαίων με αποκλειστικό σκοπό την παρεμπόδιση της πολιτικής και οικονομικής υποδουλώσεως, εις την οποία κινδυνεύουν να παραδοθούν οι Ευρωπαίοι, εις μία δουλεία που θα επιβάλλουν εις αυτούς λαοί υποδεέστεροι υπό υπ΄οψιν πολιτισμού.

Όπως σήμερον ήδη η Ιαπωνία βλέπει το σχετικόν προς την διοργάνωσιν της Μεγάλης Ανατολικής Ασίας πρόγραμμά της εν τη πραγματοποιήσει αυτού, έτσι θα λάβει τελικώς συγκεκριμένη μορφή και το όραμα του Μαζζίνι που εφαντάσθη το 1830 την <<Νέα Ευρώπη ως μοχλό του κόσμου>>, καθώς και το όνειρο που ονειρεύθει ο Βίκτωρ Ουγκώ το 1842, που έθετε την Αγγλία και τη Ρωσία έξω των ευρωπαϊκών ορίων: Η Αγγλία θα εκδιωχθεί εις τας θαλάσσας της και η ταταρική Ρωσία εις τας στέπας>>, είχε προφητεύσει ο μέγας Γάλλος ποιητής. 

Τότε μόνο θα επέλθει η πραγματική ειρήνη, η τόσο ποθητή από όλους, μακριά και διαρκής << ειρήνη της δικαιοσύνης>>, τότε μόνο θα μπορούμε να ελπίζουμε εις ένα <<καλλίτερο μέλλον>>, διά όλους τούς λαούς. Και η ιστορία θα σμιλεύσει εις τας ορειχαλκίνους σελίδας της τον παγκόσμιον αυτόν πόλεμον, τον μακρότερον, πεισματωδέστερων και φοβερώτερον που διεξήχθη ποτέ εις τους αιώνας και ο οποίος θα χαράξει με σαφήνειαν την χωριστικήν γραμμήν μεταξύ δυο διαφόρων εποχών. Αιωνίως θα ευλογείται η μνήμη των σταυροφόρων του πολιτισμού, των ανδρών που διεξήγαγαν τον πόλεμον αυτόν και έθεσαν με την νίκην των το θεμέλιο λίθο του νέου, μεγαλοπρεπούς οικοδομήματος. Προ παντός όμως οφείλουμε να συγκεντρώσουμε όλες μας τις προσπάθειες εις την επίτευξη του πρώτου σκοπού: της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Και ο χρόνος είναι ώριμος ήδη πρός τούτο.

Ροδόλφος Κορζέλλι 

Στρατηγός των θωρακισμένων τμημάτων


   Εθνικός Σύνδεσμος Σαρωνικού  



                                                


Τρίτη 9 Απριλίου 2024

SENECA- Η δοκιμασία του πεπρωμένου



Με ρώτησες, Λουκίλιε, πως γίνεται οι καλοί άνθρωποι να παθαίνουν τόσα κακά αφού στον κόσμο κυριαρχεί μια πρόνοια. Το ζήτημα τούτο θα μπορούσε να εκτεθεί καλύτερα μέσα στο πλαίσιο ενός μεγαλύτερου συγγραφικού έργου, όπου θέλω να αποδείξω ότι τον κόσμο τον κυριαρχεί η πρόνοια και ότι μέσα μας υπάρχει μια θεϊκή δύναμη. Από το όλο όμως θέλεις να ξεχωρίσεις ένα μικρό πρόβλημα και θέλεις να σου λύσω χώρια μια μεμονωμένη απορία. Για τώρα ας μείνει λοιπόν το κύριο πρόβλημα ανοιχτό. Έτσι θα αναλάβω το ευχάριστο καθήκον να υποστηρίξω  την υπόθεση των Θεών.

Θα σε συμφιλιώσω και πάλι με τους Θεούς που μεταχειρίζονται με το καλό όλους τους καλούς ανθρώπους. Κι΄εξάλου θα ήταν ολότελα αδύνατο η καλή δύναμη να βλάφτει τον καλό άνθρωπο. Ανάμεσα στον καλό άνθρωπο και στους Θεούς υπάρχει η φιλία. Ο Θεός δεν κατατυραννεί τον καλό άνθρωπο. Τον υποβάλει σε δοκιμασίες, τον κάνει να περάσει δύσκολες στιγμές, τον πλάθει σύμφωνα με την ιδέα του.

Γιατί όμως στον καλό άνθρωπο συμβαίνουν τόσα κακά; Ο καλός άνθρωπος δεν μπορεί να πάθει τίποτε κακό, γιατί τα αντίθετα δεν συγχέονται το ένα με το άλλο. Όπως τα πολυάριθμα ποτάμια, οι ραγδαίες βροχές, οι πλούσιες  ιαματικές πηγές δεν αλλάζουν τη γεύση του νερού της θάλασσας και δεν μπορούν καν να την αδυνατίσουν, έτσι και η θύελλα των εχθρικών δυνάμεων δεν μπορούν να κλονίσουν την ηθική σταθερότητα του άφοβου άνδρα. Μένει πάντα ορθός στη θέση του και δίνει σε όλα τα συμβάντα ένα ορισμένο χρωματισμό. Γιατί στέκεται πάντα ψηλότερα από όλα τα γεγονότα του έξω κόσμου. Δεν ισχυρίζομαι ότι δεν νιώθει τίποτε από τις εχθρικές δυνάμεις. Ωστόσο της κατανικά και ορθώνεται με ηρεμία και καταφρόνια πάνω από όλες τις επιθέσεις. Όλες τις δυσκολίες τις θεωρεί ευκαιρίες να ασκηθεί. Ποιος αληθινός άνδρας όμως δεν εύχεται κόπο στην έντιμη προσπάθεια και ποιος δεν θα ήταν πρόθυμος να κάνει το καθήκον του και όταν ακόμα αυτό συνδέονταν  είχε κίνδυνους; Για τον άνθρωπο της δράσης η αδράνεια είναι τιμωρία. Βλέπομε πως οι αθλητές που δίνουν αξία στη δύναμή τους αγωνίζονται μονάχα κατά των πιο θαρραλέων. Ζητούν από αυτούς που με τη βοήθειά τους ετοιμάζονται για τον αγώνα, να βάλουν όλη τη δύναμή τους εναντίον τους.

Χτυπιούνται και πληγώνονται, και όταν δεν βρίσκουν ένα αντίπαλο αντάξιό τους, τότε αντιμετωπίζουν πολλούς μαζί. Η ανδρεία φθίνει σαν δεν έχει αντίπαλο. Μονάχα όταν μπορεί να δείξει το τι μπορεί, τότε μόνον αποκαλύπτεται το μεγαλείο και η δύναμή της.

Στις πολλές υπέροχες εκφράσεις  του Δημητρίου μου είναι και αυτή που τη θυμάμαι ακόμη καλά. Αντηχεί ακόμα στα αυτιά μου:

Εκείνος ο άνθρωπος, έλεγε, είναι κατά τη γνώμη μου ο πιο δυστυχισμένος. Που δεν είχε ποτέ να αντιμετωπίσει εχθρικές δυνάμεις. Αν δεν είχε ευκαιρία να υποστεί τη δοκιμασία, αν όλα πήγαν στη ζωή του κατ΄ευχήν, αν όλα ήρθαν βολικά, προτού καν το θελήσει- για αυτόν τον άνθρωπο οι Θεοί έχουν δυσμενή γνώμη. Είναι σαν να μην ήταν άξιος να διεξάγει ένα νικηφόρο αγώνα με το πεπρωμένο. Το πεπρωμένο αποφεύγει τον δειλό, σαν να θέλει να πει: <<Τι να διαλέξω αυτόν τον δειλό για αντίπαλο; Θα καταθέσει αμέσως τα όπλα. Εναντίον του δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω όλη μου τη δύναμη. Θα αναποδογυριστεί από μια ελαφριά απειλή. Ούτε τη ματιά μου δεν μπορεί να υποφέρει. Θα κοιτάξω να βρω κανέναν άλλο, με τον οποίο να μπορώ να παλέψω. Θα ήταν ντροπή να αγωνιστώ με έναν άνθρωπο που θα αφήσει τον εαυτό του να νικηθεί>>.

Ο γλαδιατόρος νιώθει αισχύνη όταν βάζουν απέναντί του έναν κατώτερο συναγωνιστή. Ξέρει ότι η νίκη χωρίς κινδύνους είναι νίκη χωρίς δόξα.

Έτσι κάνει και η μοίρα: Διαλέγει τους γενναιότερους ανταγωνιστάς. Άλλους ανθρώπους τους προσπερνά με καταφρόνηση. Το πεπρωμένο στρέφετε προς τούς ανθρώπους με μεγάλη δύναμη αντίστασης και ισχυρή θέληση να κρατηθούν. Εναντίον αυτών των ανθρώπων ρίχνει ολόκληρη τη δύναμή του. Στο Μούκιο επέβαλε τη φωτιά, στο φαβρίκο τη φτώχεια, στο Ρουτίλιο την εξορία, στο Ρεγούλο τα βασανιστήρια, Στο σωκράτη το κώνειο, Στο Κάτωνα τον θάνατο.

Μονάχα στη δυστυχία μπορούμε να δώσουμε μεγάλα παραδείγματα. Εξωτερική ευτυχία μπορεί να δοθεί στη μάζα και στα κοινά πνεύματα. Η κατανίκηση της δυστυχίας και όλων των φρικαλεοτήτων της ανθρωπότητος. Αυτό είναι προνόμιο των μεγάλων ανδρών. Δεν γνωρίζουμε την άλλη όψη του κόσμου όταν ζούμε πάντα στην ευτυχία και στην ασυννέφιαστη καλή ατμόσφαιρα. Για να γνωρίσουμε τον εαυτό μας πρέπει να δοκιμασθούμε. Ότι μπορούμε το αντιλαμβανόμαστε μονάχα στη δοκιμασία. Για αυτό και πολλοί άνθρωποι ρίχτηκαν κυριολεχτικά στην αγκαλιά της δυστυχίας, όταν αυτή δεν έτυχε στο δρόμο τους. Αναζήτησαν την ευκαιρία να δείξουν ολόλαμπρη την ηθική τους τελειότητα που αλλιώς θα έμενε για πάντα κρυμμένη. Ισχυρίζομαι ότι οι μεγάλοι άνδρες χαίρονται πολλές φορές όταν συναντούν δυσκολίες, με τον ίδιο τρόπο όπως χαίρονται οι γενναίοι στρατιώτες για τον πόλεμο. Ο Θεός φροντίζει πολύ για το καλό των ανθρώπων, για τούς οποίους ποθεί την ανώτερη ηθική ανάπτυξη. Έτσι παραχωρεί σε αυτούς τις προϋποθέσεις για τολμηρές και γενναίες πράξεις. Για να δημιουργηθεί ωστόσο μια τέτοια κατάσταση χρειάζονται πάντοτε ορισμένες εξωτερικές δυσχέρειες. Τον καλό τιμονιέρη τον εκτιμούμε στην τακίμια και τον καλό στρατιώτη στη μάχη.

Σας ικετεύω, μη φοβάστε λοιπόν τις δυσκολίες, που οι Θεοί σας επιβάλλουν για να σας κεντρίσουν! Ευδαιμονία είναι να σας δοθεί η ευκαιρία να δείξετε γενναία στάση. Δίκαια χαρακτηρίζουμε δυστυχισμένους τους ανθρώπους που χάνουν κάθε ζωηράδα γιατί ζουν σε υπερβολική ευτυχία. Μένουν ακίνητοι στην οκνή αδράνεια σαν το πλοίο στην ακύμαντη θάλασσα.

Να αποφεύγεται την εκνευριστική ευτυχία! Η ευτυχία κάνει τους ανθρώπους μαλθακούς. Ζουν σαν ένα ατελείωτο μεθύσι, αν κανένα γεγονός δεν τους θυμίσει ότι είναι άνθρωποι και μονάχα αυτό. Ότι ξεπερνά το σωστό μέτρο είναι βλαβερό. Ωστόσο η υπερβολική ευδαιμονία κρύβει μέσα της ιδιαίτερα πολλούς κινδύνους: Αναταράζει το μυαλό, φέρνει μπροστά στα μάτια μας ψεύτικες οπτασίες και περικαλύπτει την Αλήθεια και το Σφάλμα με αδιαπέραστο σκοτάδι.

Γιατί λοιπόν να μας κάνει έκπληξη ότι ο Θεός υποβάλει σε σκληρές δοκιμασίες τα ευγενικά πνεύματα; Η δοκιμασία ανδρείας δεν είναι τόσο απλή. Τ ο πεπρωμένο μας πληγώνει βαθιά. Ας υποστούμε ακλόνητοι τα χτυπήματα αυτά! Μια και δεν πρόκειται για τυφλό μαστίγωμα, αλλά για ευγενικό ανταγωνισμό. Όσο πιο συχνά παίρνουμε μέρος στον ανταγωνισμό αυτό τόσο γενναιότεροι θα γινόμαστε. Πρέπει να θέτομε τον εαυτό μας στη διάθεση της μοίρας και να αφηνόμαστε να μας σκληραγωγεί η μοίρα κατά των χτυπημάτων της. Σιγά σιγά θα νιώσουμε ότι είμαστε ισοδύναμοι με το πεπρωμένο. Φτάνομε να περιφρονούμε όλους τους κινδύνους όταν ζούμε αδιάκοπα μέσα στον κίνδυνο. Έτσι φτάνουν οι θαλασσινοί να μην προσβάλλονται από ναυτία, έτσι σκληραίνουν τα χέρια του χωρικού, έτσι δυναμώνουν οι μυς του στρατιώτου τόσο που να σφεντονίζει βλήματα, έτσι γίνονται ευλύγιστα τα μέλη ενός δρομέως. Στον καθένα από αυτούς είναι περισσότερο αναπτυγμένη η ικανότητα, στην οποία ασκείται. Θα φθάναμε να περιφρονούμε τον πόνο τότε μονάχα όταν τον έχομε υποφέρει.

Ένα δέντρο τότε μόνο είναι γερό και ανθεκτικό, όταν ταράζεται μια δύναμη από τον άνεμο γιατί εξαιτίας των σφοδρών αυτών κινήσεων βυθίζει τα ριζάρια του όλο και πιο βαθιά και γαντζώνεται με αυτά. Τα δέντρα που φυτρώνουν στις απάνεμες κοιλάδες δεν είναι τόσο ανθεκτικά. Είναι λοιπόν συμφέρον των καλών ανθρώπων να έχουν να αντιμετωπίζουνε δύσκολες καταστάσεις. Αυτοί γίνονται ατρόμητοι πολεμιστές. Έτσι μαθαίνουν να δέχονται με καρτερικότητα τα χτυπήματα του πεπρωμένου. Μόνον εκείνος που δεν έχει τη δύναμη να υποστεί τέτοια χτυπήματα τα θεωρεί σαν κάτι κακό.

Πολλά πράγματα δεν μπορούν να χωριστούν. Είναι μεταξύ τους αχώριστα δεμένα.  Άνθρωποι χωρίς ενεργητικότητα που έχουν κλίση στον ύπνο ή στον ξύπνιο που μοιάζει με υπνηλία, είναι φτιαγμένοι  από στοιχεία νωθρά. Για να δημιουργηθεί ωστόσο ένας άνδρας, με την πραγματική έννοια της λέξης , χρειάζεται η σκληρότητα του πεπρωμένου. Ο δρόμος του δεν πρέπει να είναι χαραγμένος σε ομαλό επίπεδο. Πρέπει να ελίσσεται σε ύψη και σε βάθη. Ρίχνεται από εδώ και από εκεί και πρέπει να διευθύνει το σκάφος στην τρικυμία. Πρέπει να κρατήσει σταθερή πορεία ενάντια στο πεπρωμένο. Πρέπει να συναντήσει πολλές δύσκολες και επικίνδυνες καταστάσεις να τις κάνει υποφερτές και να ισοπεδώσει μοναχός το δρόμο του. Το χρυσάφι δείχνει την αγνότητα του στη φωτιά και ο γενναίος άνδρας στη δυστυχία.

Παρόλα όμως αυτά γιατί το επιτρέπει ο Θεός να συμβαίνουν τόσα κακά στους καλούς ανθρώπους; Δεν το επιτρέπει. Κάθε κακό το απομακρύνει από αυτούς, εγκλήματα και άτιμες πράξεις, επαίσχυντες θέσεις και λαίμαργες προθέσεις, τον τυφλό πόθο και τον φθόνο, που στρέφετε σε ξένη ιδιοκτησία. Διαφυλάσσει και προστατεύει το πραγματικό τους είναι. 

Υπόθεσε λοιπόν ότι ο Θεός σού λέγει:

<<Γιατί θέλετε να παραπονιέστε πάντοτε εναντίον μου, εσείς, που χαίρεσθε για το ορθό; Άλλους τους προίκισα με φαινομενικές αξίες και τους παραπλάνησα στον εγωισμό τους με ένα μακροχρόνιο απατηλό όνειρο. Τούς χάρισα χρυσάφι ασήμι  και ελεφαντόδοντο. Εσωτερικές αξίες τους λείπουν όμως ολότελα . Οι άνθρωποι που τους νομίζεται ευτυχισμένους είναι στην πραγματικότητα άθλιοι, με κακή νοοτροπία, αν δεν κοιτάζει κανένας μονάχα την εξωτερική του εμφάνιση, αλλά βλέπει και πίσω από τα παρασκήνια. Η ευτυχία τους δεν είναι σταθερή και αληθινή. Είναι μονάχα φλούδα, μια πολύ λεπτή φλούδα. Όσο οι άνθρωποι αυτοί είναι ψηλά και μπορούν να δείχνονται με την όψη αυτή, όπως τους αρέσει, η εντύπωση που κάνουν είναι λαμπρή. Αν συμβεί όμως κάτι που θα τους συγχύσει και θα τούς ξεγυμνώσει, τότε φαίνεται πια ότι ένα βάραθρο ακαθαρσίας ήταν κρυμμένο πίσω από την ψεύτικη λαμπρότητα.

<<Σε εσάς έδωσα αληθινές αξίες που είναι διαρκείας που κερδίζουν σε μεγαλείο και πλούτο όταν ασχοληθεί κανένας με αυτές και θέληση να τις κρίνει από όλες τίς πλευρές. Σας έδωσα τη δύναμη να περιφρονείται, ότι οι άλλοι φοβούνται. Σας έμαθα να απεχθάνεστε τις κατώτερες διασκεδάσεις. Από έξω δεν λαμποκοπάτε… Η αξία σας είναι εσωτερική. Να μη χρειάζεται την ευδαιμονία, αυτό είναι για εσάς ευδαιμονία.>>

Σενέκας- Ρωμαίος φιλόσοφος

(4 π.χ- 65μ.χ.)

Περιοδικό Νέα Ευρώπη Τεύχος-4


Εθνικός Σύνδεσμος Σαρωνικού


 


Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

Η φωνή της καρδιάς




Συναδελφοσύνη

Νύχτα βαθιά, όχι ωστόσο νύχτα ειρηνική. Όπως σε όλες αυτές τις νύχτες, έτσι και απόψε βροντούν τα κανόνια και κροτούν τα πυροβόλα. ο στρατιώτης συνήθισε πια τη γλώσσα του πολέμου. θα μπορούσε μάλιστα να έλεγε κανένας πως ο άγριος συνεχής θόρυβος έχει αποχτήσει για αυτόν ρυθμό και μουσικότητα, σαν αρχίζει η θανάσιμη πάλη ανάμεσα στο πνεύμα και στις μηχανές. Και απόψε είναι ξεχωριστά ποθεινή η γλώσσα αυτή στον ποιητή που ανήσυχος αναλογίζεται τη μακρινή του πατρίδα, τον ουρανό της, τα ποτάμια της...

Η νύχτα είναι όμορφη, πλημμυρισμένη με μια παράξενη οικειότητα. Δε μοιάζει με τις άλλες ρωσικές νύχτες, τις μελαγχολικές, τις τραγικές. Είναι διάφανη και γαλήνια, φωτισμένη από το διάχυτο ασημένιο σεληνόφως.

Όχι μακριά, εκεί κάπου σιμά, άλλοι άνθρωποι ξαγρυπνούν βυθισμένοι ο καθένας σε άλλες σκέψεις. Τι περίεργο που σε μια νύχτα σαν την αποψινή οι εχθροί δεν ξανοίγουν την καρδιά τους στην αλήθεια, που δεν ονειροπολούν, έτσι που η ψυχή τους να φτερουγίζει ως τα αστέρια. 

Ο στρατιώτης οραματίζεται. Ονειρεύεται με ανοιχτά τα μάτια. Η σιγή τον πιέζει, τον καταθλίβει. Θα ήθελε να βγάλει μια κραυγή μέσα στη νύχτα, καλώντας την αγάπη, τη ζωή. Θα ήθελε να σύρει κοντά του όλους όσοι αγαπούν και ονειροπολούν σαν κι αυτόν. Ωστόσο η νύχτα τούτη είναι νύχτα πολέμου, που η σιωπή της διακόπτεται μονάχα από το ουρλιαχτό των όπλων. Το φως του φεγγαριού σβήνει σιγά σιγά. Ακουμπισμένος ο πολεμιστής στο τοίχωμα του χαρακώματος νιώθει τα βλέφαρα να βαραίνουν, τα μάτια του να κλείνουν. Και μέσα στο σκοτάδι πιστεύει για μια στιγμή πως βλέπει τα γύρω του πιο καθαρά.

Έτσι αποκοιμιέται. Με δισταχτικά βήματα προχωρεί μέσα στο μυστηριακό  και ανεξερεύνητο βασίλειο του ονείρου.

Υψώνεται στον αιθέρα, ανεβαίνει, ως που τον αγκαλιάζει η αρμονία μιας ουράνιας μουσικής.

Πλανιέται ανάμεσα στα αστέρια. Κι΄απο τα άστρα βλέπει να βαδίζουν προς αυτόν αμέτρητα πλήθη από άνδρες που όλη φορούν τη γκριζοπράσινη στολή του στρατιώτη. Έρχονται όλο και πιο σιμά, χαιρετούνται αναμεταξύ τους, τον κυττάζουν στα μάτια, του μιλούν.

<<Εδώ είμαστε, αχώριστοι σύντροφοι και πέρα από το θάνατο>>.

Ο ένας προβάλλει ένα βήμα πιο μπροστά και λέει: <<Ακούστε με, Σύντροφοι, πατρίδα μου είναι η Φιλανδία. Είμαι τέκνο του λαού εκείνου που προτιμάει να σιωπά παρά να φλυαρεί. Κατάγομαι από τη χώρα της δύναμης, από τη χώρα των παγωμένων λιμνών και των απέραντων δασών από τη χώρα της γαλήνης. Εκεί ζει ο λαός που μ΄ όλα τα χτυπήματα της μοίρας, ωστόσο προκάλεσε με την αθάνατη δόξα του τον ενθουσιασμό ολάκερης της οικουμένης. Ποιός διατάραξε την ειρήνη του; Σύντροφοι, εσείς το ξέρετε. Ξέρετε πως κάθε Φιλανδός ένα μονάχα θώρακα και ένα όπλο έχει, το ατρόμητο αγνό θάρρος του. 

Ο ηρωικός μου θάνατος είναι δικαίωση. Έχει τις ρίζες του στην πίστη του λαού μου.

Υψώστε τα μάτια, σύντροφοι! Πάνω στο παρθενικό χιόνι βαδίζουν οι στρατιές των πιστών συντρόφων. Είναι πάντα έτοιμοι ν΄ αποδιώξουν το χαλασμό μακριά από το λαό μου..>>

Και ύστερα μιλάει ο Γερμανός:

<<Πατρίδα μου είναι ο τόπος που από μακριά φαίνεται σκληρός, ζοφερός και τραχύς. Σε κείνον όμως που μπόρεσε να  ξεδιαλύνει τα μυστικά της χώρας αυτής, ξανοίγεται το τοπίο σε ολόκληρη την αληθινή του ωραιότητα. Όλους μας μας ένωσε συντροφικά η ίδια δοξασμένη αυτοθυσία!

Νοσταλγικά αναλογίζομαι τις γυναίκες που πένθησαν στη γη για μένα, τους πύργους και τα σπίτια που στη σκιά τους έπαιζα σαν ήμουνα παιδάκι, τους πλατιούς δρόμους της πατρίδας μου που αντηχούσαν από τον αχό των τραγουδιών των γκριζοπράσινων φαλάγγων.

Είναι θλιβερός ο χωρισμός από τη μουσική και την ποίηση που για εμάς, κι΄ όταν ακόμα ήμασταν ζωντανοί, ήταν χαμένες. Με πλημμυρίζει με άφατη περηφάνεια η σκέψη ότι με τη θυσία της ζωής μου γλύτωσα όλα αυτά από την καταστροφή. Ο κάθε Γερμανός νιώθει την καρδιά του μες΄ τα στήθεια του σαν απόρθητο φρούριο>>.

Είπε τότε ο Ιταλός σύντροφος:

<<Οι πεσόντες της Ιταλίας μιλούν σε εσάς δια του στόματός μου. Τα πέτρινα μνημεία του παρελθόντος διακηρύσσουν χειροπιαστά την τριών χιλιάδων ετών ιστορία του λαού μου. Κάτω από τον ουρανό της Ιταλίας, στις όχθες των ποταμιών της, ανακάλυψαν οι ποιητές την τέλεια ομορφιά. Θυσίασα τη ζωή μου για αυτήν την Ιταλία του πνεύματος, για τη λευτεριά του λαού μου και τη λευτεριά του κόσμου, για τα παιδιά και τις γυναίκες της φασιστικής Ιταλίας. Ώ, πόσα νεκρά τέκνα της ίδιας πατρίδας, δεν ορθώνονται στα μάτια του κόσμου σαν ολόφωτο παράδειγμα!>>

Ύστερα ήρθε η σειρά του Ούγγρου:

<<Ώ Ουγγαρία- γλυκιά μου πατρίδα! Στις φλέβες κανενός άλλου λαού της γης δεν ρέει θερμότερο αίμα από το δικό μας. Δείξτε μου μια χώρα του κόσμου, όπου να μην αντηχεί κάποιο τραγούδι της πατρίδας μου! Και που δε νιώθει κανένας τον παλμό της ουγγρικής καρδιάς; Ακούστε τα τραγούδια του λαού μου που γεμίζουν τον αγέρα των ατέλειωτων πεδιάδων, ακούστε το μαγευτικό θρόισμα που κάνουν τα στάχυα στα χωράφια  και στους κάμπους! Σας φέρνω μήνυμα για την παλληκαριά των συντρόφων μου που πολεμούν για να ασφαλίσουν στην πατρίδα ένα καλύτερο μέλλον>>.

Ακούστηκε  η φωνή του Ρουμάνου:

<<Φίλοι, σύντροφοι στην αιωνιότητα! Η γη είναι μεγάλη χωρίς τέρμα. Η πατρίδα μου ωστόσο είναι για μένα στο κέντρο της υδρόγειου. Θυσιάστηκα για τον ίδιο σκοπό όπως και εσείς. Το πένθος στην πατρίδα μου δεν το διαδέχθηκε ο πόνος και το κλάμα, μα η χαρά της ζωής που ολοένα ανασταίνεται. Ρίξε μια ματιά στην πανέμορφη ρουμάνικη γη! Απ΄ τα χωριά και από τις πολιτείες ξεκινούν οι άντρες προς το ανατολικό μέτωπο γελαστοί και σίγουροι για τη νίκη. Αυτοί είναι οι εγγυητές του μεγαλείου και της λευτεριάς του λαού μου!>>

Τελευταίος μίλησε ο Ισπανός:

<<Όλοι οι άγιοι αναφέρουν το όνομά μου. Όλες  οι θάλασσες καθρεφτίζουν το πρόσωπό μου. Η γη ολάκερη κατανοούσε κάποτε τη γλώσσα μου. Έρχομαι από την Ισπανία, την ηρωική και δοξασμένη Ιβηρική. Η Ισπανία θυσίασε στο βωμό του κόσμου λεγεώνες ολόκληρες νεκρών που κάθονται τώρα εκ δεξιών του Κυρίου.

Ώ, πατρίδα μου, με τις γλυκιές σου νύχτες και το ασημόλευκο φεγγάρι σου! Η οικουμένη ολάκερη βυθίζεται στο όνειρο μέσα στις νύχτες σου, σιγοτρέμει από τη γοητεία του τοπίου σου, ρουφάει με αγαλλίαση το αεράκι των θαλασσών σου. Οι μητέρες μας χάρισαν τον ενθουσιασμό στα παιδιά τους που ξεχύθηκαν στον κόσμο σαν άγγελοι του πνεύματος της Ισπανίας...>>

Αρχίζει να σιγοξημερώνει. Ο στρατιώτης ξυπνάει. Δίπλα του, οι συντρόφοι κοιμούνται ακόμα. Είναι όλοι εκεί; Όχι, ένας λείπει. Την ίδια νύχτα ένα εχθρικό βόλι ξέσκισε την καρδιά ενός νέου φαλαγγίτη. Ακόμα μια σπονδή αίματος της Ισπανίας στο βωμό της οικουμένης. Σε ποιο από τα αστέρια θα φτερουγίζεις τώρα, Συ, σύντροφε όλων μας;

M. BARRAZO HERNANDEZ

Εθελοντού εις την ισπανικήν <<Κυανήν Μεραρχίαν>>

Περιοδικό Νέα Ευρώπη Τεύχος -1


Εθνικός Σύνδεσμος Σαρωνικού