Γράφει ο Ιωάννης Μπότσικας:
Τα σχετικά με το δράμα του Ελληνικού Λαού την περίοδο 1941-1942 λέγονται και ξαναλέγονται και συνεχώς επαναλαμβάνονται. Η νέα δε κυβέρνηση έχει βάλει και "ενημερωτικά βιντεάκια" να παίζουν στο μετρό. Τα μόνα βέβαια που δεν λέγονται σχετικώς είναι τα πραγματικά αίτια της τραγωδίας αυτής και οι πραγματικοί υπεύθυνοι. Για να δούμε λίγο τα γεγονότα λοιπόν… έτσι, μπας και ξεφύγουμε από τον καταιγισμό των οργάνων της καθεστωτικής προπαγάνδας.
Κατά συνέπεια, έχουμε και λέμε:
1. Οι Γερμανοί ΔΕΝ κήρυξαν πόλεμο στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941. Στρατεύματα του 3ου Ράιχ μπήκανε απλώς στην ελληνική επικράτεια, μόνο και μόνο για να διώξουν τους Άγγλους που είχε φέρει εδώ ο Μεταξάς. Γι’αυτό διακήρυξαν ότι έμπαιναν ως φίλοι, απέφυγαν όσο μπορούσαν τις εχθροπραξίες και βεβαίως δεν κράτησαν αιχμαλώτους.
2. Η ελληνική στρατιωτική ηγεσία ήταν φιλική προς το 3ο Ράιχ. Στις 6 Απριλίου ανακοινώθηκε η γερμανική εισβολή και ήδη στις 9 είχε καταληφθεί η Θεσσαλονίκη. Αμέσως το Ελληνικό Στράτευμα που έως τότε πολεμούσε στη Βόρειο Ήπειρο και την Αλβανία θέλησε –πολύ λογικά- να συνθηκολογήσει και αυτό θα το είχε κάνει στις 10 Απριλίου 1941 κιόλας, αν δεν αντιδρούσε ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ (που φοβόταν τους Άγγλους).
3. Ο ελληνικός λαός, κατά τις γερμανικές πηγές, ήταν την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1941 κατά 60% γερμανόφιλος και σύμφωνα με άλλες (και ελληνικές) 99,999% απαθής. Η κατάσταση αυτή όμως, της ουσιαστικής φιλίας μεταξύ των στρατευμάτων κατοχής (ιδίως των γερμανικών) και των Ελλήνων άλλαξε ριζικά από τον Οκτώβριο του 1941, όταν έπεσε στην Αθήνα και τον Πειραιά η «Μεγάλη Πείνα».
4. Αυτή η «Μεγάλη Πείνα» υπήρξε γεγονός μοναδικό όχι μόνο στην κατεχόμενη Ευρώπη αλλά και στην κατεχόμενη Ελλάδα. Μόνο η πρωτεύουσα και το επίνειό της επείνασαν τότε – και περιστασιακώς ορισμένα νησιά (λόγω της διακοπής των συγκοινωνιών). Γιατί όμως;
5. Τα αίτια της Μεγάλης Πείνας στον Πειραιά και την Αθήνα μπορούν να συνοψιστούν στα εξής:
α) Ο ναυτικός αποκλεισμός της χώρας μας από τους Άγγλους, οι οποίοι δεν άφησαν να έρθει στην Ελλάδα ούτε καν το στάρι που η κυβέρνηση Κορυζή είχε αγοράσει από την Αυστραλία.
β) Η διακοπή των κρατικών επιδοτήσεων προς τους αγρότες, οπότε αυτοί προτιμούσαν να πουλάν τα προϊόντα τους σε μεσάζοντες και όχι στο Κράτος.
γ) Η λόγω του πολέμου εξάρθρωση του συγκοινωνιακού δικτύου, η οποία εξάρθρωση έπληξε φυσικά την Αθήνα και τον Πειραιά κατά κύριο λόγο.
δ) Η απαγόρευση από πλευράς των Βρετανών οποιασδήποτε βοηθείας σε τρόφιμα από τις συμμαχικές δυνάμεις για να τραφεί ο πληθυσμός που πεινούσε στην Ελλάδα. Αξίζει να σημειωθεί πως η γνωστή φιλανθρωπική οργάνωση Oxfam φτιάχθηκε από Βρετανούς διανοούμενους για να βοηθηθεί ο πληθυσμός στην Ελλάδα, αλλά η βρετανική κυβέρνηση απαγόρευσε κάθε τέτοια δραστηριότητα.[...]
ε) Κύριο αίτιο όμως υπήρξε η αθλιότητα της «Μαύρης Αγοράς», στην οποία με πάθος και αποτελεσματικότητα επιδόθηκε μεγάλο μέρος των Ελλήνων, με άμεση συνέπεια τη λιμοκτονία των υπόλοιπων ομοεθνών τους. Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι η «Μαύρη Αγορά» είχε αρχίσει ΠΡΙΝ από την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα, δηλαδή επί Μεταξά. Στη συνέχεια γιγαντώθηκε κυρίως λόγω της απροθυμίας των κατοχικών κυβερνήσεων να αντιμετωπίσουν με πυγμή τους μαυραγορίτες. Ο Τσολάκογλου π.χ. τους μάζευε και τους έκανε… συστάσεις με αποτέλεσμα αυτοί να επιδίδονται με ακόμα μεγαλύτερο πάθος στην εθνοκτόνα δραστηριότητά τους.
Μαυραγορίτες εν δράσει
Τελικά μπήκαν στη μέση οι Γερμανοί οι οποίοι, ερμηνεύοντας σφαλερά τη νοοτροπία των μαυραγοριτών (πίστεψαν δηλαδή πως οι άλλοι θα παραδειγματιστούν και θα σταματήσουν) δυστυχώς κρέμασαν ΜΟΝΟ 2-3 από δαύτους. Τους άλλους που μπόρεσαν να πιάσουν (όσους δηλαδή μπόρεσαν να αποσπάσουν από τα χέρια των ελληνικών αρχών που τους προστάτευαν μανιωδώς) τους έστειλαν, επίσης δυστυχώς, σε στρατόπεδα συγκέντρωσης (αντί να τους εκτελέσουν με ιδιαιτέρως συνοπτικές διαδικασίες), από τα οποία στρατόπεδα συγκέντρωσης, μετά το τέλος του πολέμου, αυτοί επέστρεψαν σαν «ήρωες της εθνικής αντίστασης».[...]
Βεβαίως, υπήρξαν και άλλα αίτια, όπως η χρήση, κατά τους πρώτους μήνες της Κατοχής των περίφημων «κατοχικών μάρκων» από τη Wehrmacht, τα οποία ουσιαστικώς ήταν χωρίς αξία. Αυτό όμως το κατανόησαν γρήγορα οι γερμανικές στρατιωτικές αρχές - και σιωπηρά επέτρεψαν, λόγω του ότι η Wehrmacht, σε αντίθεση με τον στρατό των Η.Π.Α. ΔΕΝ είχε αξιόλογη επιμελητεία και οι συναλλαγές μεταξύ Γερμανών και Ελλήνων γίνονταν σε χρυσάφι – ιδίως σε λίρες Αγγλίας.
Η κατάσταση της πείνας όμως εξακολουθούσε. Και το καλοκαίρι του 1942, καθώς οι μαυραγορίτες (υπό την στοργική προστασία των ελληνικών αρχών εξυπακούεται) προετοιμάζονταν για τον δεύτερο γύρο, ασχολήθηκε με το ζήτημα ο ίδιος ο Χίτλερ προσωπικά και έστειλε στην Ελλάδα, ως προσωπικό του απεσταλμένο, τον Χέρμαν Νοϋμπάχερ (Hermann Neubacher) έναν ταλαντούχο αρχιτέκτονα, πρώην δήμαρχο της Βιέννης, με σκοπό να συμμαζέψει τους μαυραγορίτες και τους προστάτες τους. Αυτός ήρθε στην Αθήνα κατά το φθινόπωρο του 1942 – και ταχύτατα έφερε σε πέρας ό,τι παγκοσμίως αποκλήθηκε «Θαύμα».
Ο Hermann Neubacher
Συγκεκριμένα:
1. Έχοντας κατανοήσει ότι οι ελληνικές αρχές και ιδίως η Αστυνομία Πόλεων αλλά και η Χωροφυλακή προστάτευαν τους μαυραγορίτες που υποτίθεται πως «καταδίωκαν και προσπαθούσαν να τους πιάσουν, για να τους επιβάλουν τη δίκαιη τιμωρία τους» και τα λοιπά που μόνο σε τριτοκοσμική χώρα (εκείνης της εποχής) μπορούσαν να λέγονται, είχε την ευφυέστατη ιδέα να αφήσει ελεύθερη τη μαύρη αγορά. Με άλλα λόγια, έδωσε εντολή να σταματήσει η –δήθεν- «καταδίωξη» των μαυραγοριτών, οπότε άρχισε ο συναγωνισμός μεταξύ αυτών των τελευταίων και οι τιμές των τροφίμων έπεσαν κατακόρυφα.
2. Για να στηρίξει τη δραχμή, ΕΦΕΡΕ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ 1.330.000 ΧΡΥΣΕΣ ΛΙΡΕΣ ΑΓΓΛΙΑΣ, ώστε το εθνικό μας νόμισμα να αποκτήσει και πάλι αντίκρυσμα σε χρυσό (δεδομένου ότι το επί της εποχής Μεταξά χρυσάφι είχε φυγαδευθεί στην Αφρική λίγο πριν από την είσοδο στην Αθήνα της Wehrmacht). Οπότε ΜΕΓΑ ΠΡΟΒΑΛΛΕΙ ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ: Τι απέγιναν αυτές οι 1.330.000 λίρες; Ή –για να μιλήσουμε με όρους σημερινούς: Ποιος –πιθανότατα ευσεβής- Έλλην και βεβαίως απευθείας απόγονος του Περικλή τις έφαγε; Και ακόμα: Ένας τις έφαγε μόνος του ή πολλοί μαζί – ενωμένοι «σαν γροθιά» στη μάσα (κατά το «μαζί τα φάγαμε»);
O Walther Funk
3. Με προσωπική συγκατάθεση του Αδόλφου Χίτλερ και του Υπουργού Οικονομικών του 3ου Ράιχ Βάλτερ Φουνκ (Walther Funk) κράτησε σταθερή την επίσημη ισοτιμία του γερμανικού μάρκου προς τη δραχμή: 1 Reichsmark= 60 δραχμές. Βέβαια, οι Έλληνες αετονύχηδες αντάλλασσαν το Μάρκο του Ράϊχ προς 5.000 ή και 6.000 δραχμές (όπως ήταν πια η πραγματική αξία του Reichsmark). Αυτή την τελείως εικονική επίσημη ισοτιμία (1 μάρκο προς 60 δραχμές) την επέβαλαν οι Γερμανοί, προκειμένου να διευκολύνουν την αγορά αγαθών από Έλληνες στη Γερμανία και να ανακουφίσουν έτσι τους «δυστυχείς και αναξιοπαθούντες Έλληνες».
Κακό του κεφαλιού τους (των Γερμανών). Διότι οι «τίμιοι Έλληνες έμποροι» προικισμένοι με το χιλιοτραγουδημένο «δαιμόνιο της Φυλής» αγόραζαν στο έρμο το γερμανικό Ράϊχ προϊόντα, με την επίσημη ισοτιμία, αξίας 100 Μάρκων του Ράϊχ π.χ., πληρώνοντας έτσι 6.000 δρχ., και μετά τα πουλούσαν στην Ελλάδα εισπράττοντας, χωρίς να υπολογίσουμε τα «έξοδα μεταφοράς», «νομίμου κέρδους» (αυτό το «νόμιμο» πολύ μ’αρέσει άμα τ’ακούω από Έλληνες στην Ελλάδα) τουλάχιστον 600.000 δρχ. Ο Νοϋμπάχερ βέβαια το μυρίστηκε το κόλπο και προσπάθησε –ο έρμος!- να αναχαιτίσει την εν λόγω εκδήλωση του «εμπορικού δαιμονίου» των ομοεθνών μας, απαγορεύοντας τη μετατρεψιμότητα δραχμών σε μάρκα μέσα στο Ράϊχ. Με άλλα λόγια, όποιος πήγαινε για «εμπορικές συναλλαγές» στη Γερμανία έπρεπε να παίρνει μαζί του μάρκα από την Ελλάδα, οπότε –ιδίως εάν ήθελε πολλά, «για να αγοράσει διάφορα αγαθά και να ανακουφίσει τον πεινασμένο Ελληνικό Λαό»- έπρεπε να τα βρει σε τιμή πολύ ανώτερη από εκείνη των 60 δρχ. ανά Μάρκο. Τότε όμως άρχισε η ανείπωτη τραγωδία των γερμανικών στρατευμάτων Κατοχής. Δηλαδή:
Οι Γερμανοί φαντάροι και αξιωματικοί πληρώνονταν σε μάρκα. Πήγαινε λοιπόν ο Γερμανός φανταράκος σε κεντρικό περίπτερο να πάρει τσιγάρα π.χ. και ο περιπτεράς (στο κόλπο, καθότι προικισμένος με το «αθάνατο Ελληνικό δαιμόνιο») του έλεγε π.χ.: «Το πακέτο τα τσιγάρα που θέλεις κάνει 6.000 δρχ. δια 60 δραχμές το μάρκο θέλω 100 μάρκα». Ach so! βογγούσε ο φανταράκος και προσπαθούσε να «αποδείξει» ότι το μάρκο έκανε πια 6.000 και 7.000 δραχμές. Ο περιπτεράς ανάλγητος (προφανώς έκανε και αυτός «Αντίσταση»): «Ιχ φωνάξει Φελντπολιτσάϊ, Γκεστάπο! Καμεράντεν σνελλ!» Μόλις άκουγε «Πολιτσάϊ» και «Γκεστάπο» ο Γερμανός φανταράκος παρέλυε από το φόβο του (τα γερμανικά στρατοδικεία ήταν πολύ πιο αυστηρά για τους Γερμανούς παρά για τους «κατεχόμενους») κι έδινε ολόκληρο σχεδόν το μισθό του για να πάρει 22 τσιγάρα (τόσα ήταν τότε το πακέτο). Και μετά…λιμοκτονούσε (ο Γερμανός φαντάρος)! Πήγαινε να ζητιανέψει λίγο γάλα από συναδέλφους του στην κουζίνα του συντάγματος (που έδινε τρόφιμα αλλά σε πολύ μικρή κλίμακα, λόγω του ότι οι Γερμανοί στρατιωτικοί πληρώνονταν, οπότε έπρεπε μόνοι τους να αγοράζουν φαγώσιμα) και ούτω καθ’εξής.
Η τραγελαφική αυτή κατάσταση πήρε τέτοιες διαστάσεις στις αρχές του 1943, ώστε μια γερμανική εφημερίδα, η Frankfurter Zeitung, έστειλε ειδικό απεσταλμένο στην Αθήνα να «δει τι γίνεται». Και τι να δει αυτός ο ειδικός απεσταλμένος; Σας ερωτώ: τι να δει; Είδε τους πολυάριθμους μαυραγορίτες και τα πλήθη των συνεργατών τους να καταβροχθίζουν τσιπούρες (όχι ιχθυοτροφείου αλλά ελευθέρας βοσκής) και συναγρίδες στις παραθαλάσσιες ταβέρνες, να πίνουν μπουκάλες πανάκριβο κρασί – και από κοντά οι Γερμανοί φαντάροι να «χαζεύουν» παριστάνοντας –για λόγους αξιοπρέπειας- πως δεν καταλάβαιναν τι γίνεται. Ολόκληρο το άρθρο: http://theodotus.blogspot.gr
Εθνικός Σύνδεσμος Σαρωνικού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου