Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2017

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΔΟΛΦΟΥ ΧΙΤΛΕΡ



Μετάφραση: Κωνσταντίνα Ιωάννου

Κάποιοι έχουν περιγράψει –ή έχουν προσπαθήσει να περιγράψουν- πολύ καλύτερα από ό,τι θα μπορούσα εγώ (που δεν βρισκόμουν εκεί) ποτέ να περιγράψω, τις τελευταίες ημέρες του Τρίτου Γερμανικού Ράιχ: την ακατανίκητη προέλαση των δυο μανιωδών στρατών (και των αντίστοιχών τους βοηθών) που εισβάλλουν μέσα στην καρδιά της  χώρας, στην οποία χρόνια τρομερών βομβαρδισμών δεν είχαν αφήσει τίποτα άλλο παρά ερείπια∙  τον τρόμο των τελευταίων και πιο σφοδρών αεροπορικών επιδρομών που αποδιοργάνωσαν τα πάντα, ενώ ροές επί ροών από πρόσφυγες συνέχιζαν να μετακινούνται στα δυτικά (θεωρώντας πως είχαν, παρ’ όλα αυτά, να φοβηθούν λιγότερα από τους Αμερικανούς –που ήταν εχθροί του Εθνικοσοσιαλισμού, χωρίς να μπορούν να αντικαταστήσουν την πίστη σε αυτόν με κάποια άλλη– παρά από τους Ρώσους, που πολεμούσαν με πλήρη αφοσίωση  στην αντίθετη πίστη)∙ τον τρόμο των τελευταίων απελπισμένων μαχών, που είχαν σκοπό να ακινητοποιήσουν για λίγο έναν εχθρό πού πλέον είχε βγει νικητής∙ και την ηθική κατάρρευση, τον φόβο, την κενή απελπισία, το πικρό συναίσθημα του να έχεις χλευαστεί και προδοθεί, εκατομμυρίων, στις καρδιές των οποίων η πίστη στον Εθνικοσοσιαλισμό ήταν αχώριστη από τη βεβαιότητα της νίκης της Γερμανίας∙ τα ηθικά ερείπια, που ήταν ακόμα πιο τραγικά και πιο μακροχρόνια από τα υλικά ερείπια.


Κάποιοι έχουν περιγράψει, ή έχουν προσπαθήσει να περιγράψουν τη φρίκη των τελευταίων ημερών του Βερολίνου, κάτω από τα αμείλικτα πυρά των ρωσικών όπλων  –του Βερολίνου, που από ψηλά «φαινόταν σαν ένας κρατήρας ενός τεράστιου ηφαιστείου» [Αυτά είναι τα λόγια της γνωστής  αεροπόρου, της Χάννα Ράιτς, που το είδε]. Στη μέση της φλεγόμενης πρωτεύουσας, στέκονταν οι πλατιοί και παρ’ όλα αυτά άθικτοι κήποι της Καγκελαρίας του Ράιχ. Εκεί, περιβαλλόμενος από μερικούς έμπιστούς του στο μπούνκερ του, υπόγεια, ο Αδόλφος Χίτλερ, ο άνθρωπος ενάντια στον χρόνο, ζούσε το προφανές τέλος όλου του έργου της ζωής του και όλων του των ονείρων, και την αρχή του μαρτυρίου του λαού του. Περισσότερο ή λιγότερο  ακριβείς αναφορές έφτασαν στον έξω κόσμο για τις τελευταίες του γνωστές κινήσεις και λέξεις. Αλλά κανένας δεν έχει καταφέρει να περιγράψει πλήρως  το υπεράνθρωπο μεγαλείο του, την τελευταία, πραγματική, εσωτερική φάση –την  τραγική αποτυχία και παρ’ όλα αυτά (θεωρούμενη από μια άποψη που ξεπερνάει κατά πολύ αυτή του πολιτικού) το αποκορύφωμα– της αφοσιωμένης του ζωής.


Στη βιογραφία του Άουγκουστ Κούμπιτσεκ για αυτόν ως νεαρό άνδρα, υπάρχει ένα απόσπασμα που είναι ιδιαίτερα σημαντικό για μένα για να μην το αναφέρω εκτενώς. Είναι η περιγραφή ενός περιπάτου στο Φράιενμπεργκ (ενός λόφου με θέα το Λιντς) στη μέση της νύχτας, λίγο μετά αφού ο μελλοντικός Φύρερ και ο φίλος του είχαν παρακολουθήσει μαζί, στην όπερα, την παράσταση του του Ρίχαρντ Βάγκνερ Rienzi.  «Ήμασταν μόνοι», γράφει ο Κούμπιτσεκ. «Η πόλη είχε βυθιστεί κάτω από εμάς μέσα στην ομίχλη. Σαν να είχε συγκινηθεί από κάποια αόρατη δύναμη, ο Αδόλφος Χίτλερ, σκαρφάλωσε στην κορυφή του Φράιενμπερκ. Εκείνη την στιγμή συνειδητοποίησα ότι δεν στεκόμασταν πια μέσα στην μοναξιά και στο σκοτάδι, διότι πάνω από εμάς έλαμπαν τα άστρα.
»Ο Αδόλφος στάθηκε μπροστά μου. Έπιασε τα χέρια μου με τα χέρια του και τα κράτησε σφικτά –μια χειρονομία που ποτέ μέχρι τότε δεν είχε κάνει. Μπορούσα να αισθανθώ από την πίεση των χεριών του πόσο συγκινημένος ήταν. Τα μάτια του άστραφταν πυρετωδώς. Οι λέξεις δεν έβγαιναν από το στόμα του με τη συνήθη ευκολία, αλλά εκρήγνυντο προς τα έξω τραχιές και παθιασμένες. Παρατήρησα, περισσότερο από τη φωνή του παρά από τον τρόπο που κρατούσε τα χέρια μου, πώς το επεισόδιο που είχε ζήσει (την παράσταση του Rienzi) τον είχε συνθλίψει ως το βάθος.
»Σταδιακά, άρχισε να μιλάει πιο ελεύθερα. Οι λέξεις έβγαιναν με περισσότερη ταχύτητα. Ποτέ πριν, και επίσης, ποτέ ξανά, δεν άκουσα τον Αδόλφο Χίτλερ να μιλάει όπως μιλούσε τότε, καθώς στεκόμασταν μόνοι μας κάτω από τα άστρα, σαν να ήμασταν τα μόνα πλάσματα πάνω στη γη. 
»Είναι αδύνατο για εμένα να επαναλάβω τα λόγια που ο φίλος μου είπε εκείνη την ώρα.
Κάτι ιδιαίτερα αξιοσημείωτο το οποίο δεν είχα προσέξει πριν, ακόμα κι όταν μου μιλούσε με ορμή, εκείνη τη στιγμή με κατέπληξε: ήταν σαν ένας άλλος εαυτός να μιλούσε μέσα από αυτόν∙ ένας άλλος εαυτός, η  παρουσία του οποίου τον συγκινούσε όσο κι εμένα.  Δεν θα μπορούσε κάποιος να πει γι’ αυτόν με κανέναν τρόπο ότι (όπως συμβαίνει καμιά φορά με λαμπρούς  ρήτορες) ήταν ενθουσιασμένος  από τα λόγια που ο ίδιος έλεγε. Απεναντίας! Είχα την αίσθηση ότι βίωνε με κατάπληξη, θα έλεγα, το ότι είχε κυριευτεί από αυτό που έβγαινε έξω από αυτόν με στοιχειακή δύναμη. Δεν επέτρεψα στον εαυτό μου να κάνει ούτε ένα σχόλιο γι’ αυτό που παρατήρησα.  Αλλά ήταν μια κατάσταση απόλυτης έκστασης, μέσα στην οποία, χωρίς καμία αναφορά για αυτήν,  προέβαλλε την εμπειρία της παράστασης του Rienzi μέσα σε ένα ένδοξο όραμα, σε ένα άλλο επίπεδο, οικείο σε αυτόν. Ακόμα περισσότερο: η εντύπωση που είχε δεχτεί από αυτήν την ερμηνεία ήταν απλά μια εξωτερική παρόρμηση που τον ενθάρρυνε να μιλήσει. Όπως μια πλημμύρα κατεδαφίζει ένα φράγμα που έχει υποστεί ρήξη, έτσι ορμούσαν οι λέξεις από το στόμα του. Μέσα σε μεγαλειώδεις, ακαταμάχητες εικόνες, ξεδίπλωσε μπροστά μου το μέλλον του και το μέλλον του λαού μας.
»Μέχρι τότε ήμουν πεπεισμένος ότι ο φίλος μου ήθελε να γίνει καλλιτέχνης, ζωγράφος, ή αρχιτέκτονας. Εκείνη την ώρα εκεί δεν υπήρχε καν το ερώτημα για τέτοιο πράγμα. Τον απασχολούσε κάτι ανώτερο, το οποίο δεν μπορούσα ακόμη να καταλάβω… Τώρα μιλούσε για μια αποστολή που επρόκειτο να λάβει μια μέρα από τον λαό μας, με σκοπό να τον οδηγήσει έξω από τη σκλαβιά, στα ύψη της ελευθερίας… Έμελλε να περάσουν πολλά χρόνια για να καταλάβω τι αυτή η φωτισμένη από τα’ άστρα ώρα, διαχωρισμένη από καθετί γήινο, σήμαινε για τον φίλο μου».


Πιο ήρεμος τώρα, μεταξύ των αστραπών των εκρήξεων και τον ήχο των κτιρίων που κατέρρεαν –οι φλόγες  και τα ερείπια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου –από ό,τι τότε, στην κορυφή του Φράιενμπεργκ, κάτω από τα αστέρια: απελευθερωμένος από την προσωρινή άγρια απελπισία που τον είχε κυριέψει στο άκουσμα των νέων της ρωσικής προέλασης προς τα δυτικά του ποταμού Όντερ, ο Αδόλφος Χίτλερ παρατηρούσε το μέλλον. Και αυτό το μέλλον –το δικό του και αυτό του Εθνικοσοσιαλισμού και της Γερμανίας, πού είχε γίνει, για πάντα, το φρούριο της καινούργιας πίστης –δεν ήταν τίποτα παραπάνω από αιωνιότητα: αιωνιότητα της αλήθειας, πιο ακλόνητη (και πιο ήρεμη) στο μεγαλείο της ακόμα και από αυτή του Γαλαξία. 
Οι Ρώσοι θα έρχονταν, και οι ‘’ανδρείοι Σύμμαχοί τους’’ από τα δυτικά θα τους συναντούσαν και θα χαίρονταν μαζί μ’ αυτούς πάνω στις στάχτες του Τρίτου Ράιχ (όπως ο Ουίνστον Τσόρτσιλ και η κόρη του Σάρα, που εθεάθησαν λίγες μέρες μετά να χασκογελούν με τους Ρώσους αξιωματικούς μπροστά από τον σκελετό του Ράιχσταγκ): Το Βερολίνο θα μπορούσε τώρα να αφανιστεί –ή να μπολσεβικοποιηθεί– και η Γερμανία να χωριστεί στα δύο ή στα τέσσερα, για χρόνια και χρόνια, να υποφέρει τέτοιο βάσανο όπως καμία άλλη χώρα στην ιστορία δεν είχε αντιμετωπίσει. 


Παρ’ όλα αυτά, ο Εθνικοσοσιαλισμός, η σύγχρονη έκφραση της κοσμικής αλήθειας, θα υπόμενε και θα κατακτούσε.

Ο Εθνικοσοσιαλισμός θα ανασταινόταν ξανά γιατί είναι σύμφωνος με την κοσμική πραγματικότητα και επειδή αυτό που είναι πραγματικό δεν φθείρεται. Το μονοπάτι του πόνου (via dolorosa) της Γερμανίας στην πραγματικότητα ήταν η οδός της επερχόμενης δόξας. Έπρεπε να ακολουθηθεί, εάν το προνομιούχο έθνος επρόκειτο να εκπληρώσει απόλυτα την αποστολή του, δηλαδή αν επρόκειτο να είναι το έθνος εκείνο που θα πέθαινε  για χάρη της πιο έξοχης ανθρώπινης φυλής, που την ενσάρκωσε, και που θα ανασταινόταν για ακόμα μια φορά για να ηγηθεί  των επιζώντων Αρίων που –επιτέλους!- θα καταλάβαιναν το μήνυμά του για τη ζωή και θα το κουβαλούσαν μαζί τους μέσα στο μεγαλείο του ανατέλλοντα  Χρυσού Αιώνα.


Ω, τώρα –τώρα κάτω από τα ακατάπαυστα πυρά και τον κεραυνό του ρωσικού πυροβολικού∙ τώρα, στο χείλος της καταστροφής –πώς ο άνθρωπος ενάντια στον χρόνο το καταλάβαινε αυτό!
Πάνω από αυτόν και πάνω από τον καπνό των ρωσικών κανονιών και της φλεγόμενης πόλης, πάνω από τον θόρυβο των εκρήξεων, εκατομμύρια και εκατομμύρια μίλια μακριά, τα αστέρια –τα ίδια αστέρια που έριχναν το φως τους επί της πρώτης προφητικής έκστασης αυτού του εφήβου σαράντα χρόνια πριν –φεγγοβολούσαν με όλη τους τη δόξα, στο απέραντο κενό. Και ο  άνθρωπος ενάντια στον χρόνο, που δεν μπορούσε εκείνη τη στιγμή να δει αυτά τα αστέρια, ήξερε πως η Εθνικοσοσιαλιστική του σοφία είχε θεμελιωθεί στους νόμους της φύσης∙ η σοφία του που αυτός ο απάνθρωπος κόσμος είχε καταραστεί και απορρίψει, είχε και έχει μείνει, παρ’ όλα αυτά, τόσο απρόσβλητη και αιώνια, όσο ο αιώνιος χορός τους.

Σαβίτρι Ντέβι, «The Lightning and the Sun» (Η Αστραπή και ο Ήλιος) 




Εθνικός Σύνδεσμος Σαρωνικού






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου